Σ' ένα πλούσιο αμερικανικό προάστιο της δεκαετίας του '60, η Σελίν και η Αλις είναι γειτόνισσες και φίλες. Οι άντρες τους δουλεύουν σκληρά και τους προσφέρουν μια άνετη ζωή, εκείνες μεγαλώνουν τα μικρά τους αγόρια που επίσης είναι κολλητοί και συμμαθητές. Μία από τις δυο θα τα πάει σχολείο, σε ένα από τα σπίτια θα φάνε, στην αυλή του άλλου θα παίξουν - ενώ οι μαμάδες τους θα μοιραστούν το απογευματινό τους κοκτέιλ και τα νέα της ημέρας.
Μόνο που αυτή η ειδυλλιακή ζωή θα καταρρεύσει απότομα, όταν μια μέρα ο Μαξ, ο μικρός γιος της Σελίν δεν πάει σχολείο γιατί νιώθει αδιάθετος. Το μικρό αγόρι θα πέσει κατά λάθος από το μπαλκόνι του δωματίου του, όσο η Αλις θα βλέπει το τραγικό συμβάν από την αυλή της, χωρίς να προλάβει να παρέμβει.
Η Σελίν παθαίνει νευρικό κλονισμό: δεν έχασε απλώς το αγοράκι της, αλλά και κάθε ελπίδα: δεν μπορεί να κάνει άλλα παιδιά, η οικογένειά τους ξεκληρίστηκε. Από τη μεριά της η Αλις νιώθει ότι η φίλη της ενδόμυχα την κατηγορεί που δεν έκανε κάτι άμεσα. Τύψεις, κατάθλιψη και επιθετικότητα θα γεμίσουν την ατμόσφαιρα των γειτονικών σπιτιών. Ακόμα κι όταν η Σελίν συνέρχεται και προσπαθεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις τους, η εμμονή της με τον μικρό γιο της Αλις μοιάζει να κρύβει μία επικινδυνότητα. Ή τουλάχιστον αυτό λέει το μητρικό ένστικτο της Αλις.
Ο διάσημος διευθυντής φωτογραφίας Μπενουά Ντελόμ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο διασκευάζοντας για το αμερικανικό σινεμά το βέλγικο θρίλερ «Duelles» του Ολιβιέ Μασέ-Ντεπάς. Μόνο που όσο ο Μασέ-Ντεπάς κράτησε το Χιτσκοκικό υπόγειο σασπένς ζωντανό, παρόλη την camp κατάληξη της ιστορίας του, ο Ντελόμ έχασε τη μάχη με το αλά Ντάγκλας Σερκ μελόδραμα στην πιο παστέλ '60ς μεταφορά του.
Στα θετικά, ο Ντελόμ επιχειρεί να χτίσει δύο γυναικείους χαρακτήρες με ανησυχίες που ξεπερνούν την εποχή τους. Η ιδέα της μητρότητας που μπορεί να είναι (και) εγκλωβιστική, η καταπίεση της έξυπνης γυναίκας που θέλει να επιστρέψει στη δουλειά κι ο άντρας νιώθει απειλημένος, το αδιέξοδο της φαινομενικά παραδεισένιας ζωής στα προάστια - όλα παρουσιάζονται με ευκρίνεια στο πρώτο μέρος της ταινίας κι ερμηνεύονται στιβαρά από την Τζέσικα Τσαστέιν και την Αν Χάθαγουεϊ.
Αν σε κάτι χάνει ο Ντελόμ είναι στην τονικότητα. Με ένα σενάριο που παίζει υποδόρια με τα βασικά συστατικά ενος ψυχολογικού θρίλερ κι ενός παιχνιδιού μυστικών και ψεμάτων, η ατμόσφαιρα που χτίζει είναι πολύ ισχνή για να κρατήσει το θεατή σε μία πιστευτή αγωνία, ενώ παράλληλα οι σεναριακές ανατροπές τεντώνουν την ένταση στα κόκκινα και οι πρωταγωνίστριές του ξεφεύγουν σε μελοδραματικό overacting.
Ούτε εμπιστεύεται να αφήσει το τιμόνι ώστε το αποτέλεσμα να παραδοθεί σε μία ζηλευτή camp διάσταση. Παραμένει κάπου σε ένα ενδιάμεσο λίμπο, χλιαρό, αμφίσημο, αδιάφορο.