Ο 27χρονος Ντο-τζουν μένει με τη μητέρα του, στο παράπηγμα δίπλα στην αποθήκη της με τα βότανα. Από αυτό ζουν: από τα ματζούνια, το βότανα και την παράνομη πρακτική της στον βελονισμό. Ο Ντο-τζουν δεν είναι ένας συνηθισμένος 27χρονος. Το μυαλό του μοιάζει να μην έχει αναπτυχθεί ποτέ από τα παιδικά του χρόνια. Απλοϊκός, αφελής και με προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης, μοιάζει με μεγαλόσωμο κουτάβι, που θα πεταχτεί στη μέση του δρόμου και θα κινδυνέψει - αν δεν τον προσέχει συνεχώς το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας. Μιας μητέρας που όμως τον έμαθε κάτι: δε θα δεχτεί ποτέ να τον πουν «καθυστερημένο». Θα βγάλει νύχια, θα σηκώσει ανάστημα, θα αντεπιτεθεί σε όποιον τολμήσει. Οταν μία μέρα η μικρή τους γειτονιά ξυπνά με το σοκ της δολοφονίας μίας έφηβης μαθήτριας, η αστυνομία συλλαμβάνει τον Ντο-τζουν. Εκείνος περιφερόταν άσκοπα το προηγούμενο βράδυ, εκείνος είναι ο αλαφροΐσκιωτος της περιοχής, εκείνος θα το έκανε. Εκείνος ομολογεί. Στην πραγματικότητα δεν ξέρει, δεν θυμάται. Και τότε η Μητέρα ξεκινά μία μοναχική, σφοδρή, ορμητική, λυσσασμένη πορεία για να αποδείξει την αθωότητά του. Θα βρει τον πραγματικό δολοφόνο και θα απαλλάξει το παιδί της. Τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει.

Αυτή είναι η τέταρτη ταινία της φιλμογραφίας του, οσκαρικού πλέον για τα «Παράσιτα» Μπονγκ Τζουν-χο και η απόδειξη ότι όλα τα υλικά του ταλέντου του ήταν παρόντα, από τα πρώτα του βήματα. Ο μαεστρικός του τρόπος να μπερδεύει τα είδη, για παράδειγμα. Η ταινία ξεκινά ως ρεαλιστική παρατήρηση μιας εξαθλιωμένης μονογονικής οικογένειας, όμως το φροϋδικό σχόλιο για την υπερπροστατευτική μάνα και τον αργόστροφο γιο σερβίρεται με τολμηρές δόσεις κωμωδίας. Αμέσως μετά, η αφηγηματική ανατροπή του φόνου σκοτεινιάζει το κάδρο, η οδύσσεια της μητέρας που ψάχνει το δολοφόνο εξελίσσεται σε ανατρεπτικό who-done-it νουάρ. Κι όταν ο Μπονγκ Τζουν-χο σου τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια για να αποκαλύψει τι πραγματικά θέλει να σου πει, νιώθεις σοκ και δέος. Γιατί ο Κορεάτης σκηνοθέτης σε έφερε ξανά αντιμέτωπο με μία αριστοτεχνική ψυχαναλυτική διατριβή - από αυτές που ψιθυρίζουν επικίνδυνες αλήθειες για τα αρχετυπικά μας τραύματα. Σε έφερε ξανά μπροστά στον καθρέφτη σου.

Και δεν το έκανε καθόλου απλά. Δεν είναι ούτε η ελικοειδής αφηγηματική πλοκή (ο Μπονγκ Τζουν-χο συνυπογράφει το σενάριο με τον Παρκ Γιουν-κιο), ούτε ο τολμηρός πειραματισμός με την κινηματογραφική φόρμα και το στυλ. Δεν είναι (μόνο) η ευφυής υπόκλιση στο «Psycho» του Χίτσκοκ. Είναι η αυτοπεποίθηση του Μπονγκ Τζουν-χο να χρωματίζει ελεύθερα έξω από τς γραμμές. Είναι η light αφέλεια των πρώτων σεκάνς, η τηλεσκοπική (αρχικά) κι επίτηδες απόμακρη παρατήρηση των ηρώων, τα ελειπτικά πλάνα που αφήνουν τα μισά πρόσωπα εκτός, η αδιόρατη επιτάχυνση ρυθμού, τα τράβελινγκ με τη μητέρα να κινηματογραφείται με την αίσθηση του κατεπείγοντος, η πυκνή ατμόσφαιρα του θρίλερ που δεν είναι μόνο θρίλερ, το καμμένα ηλιόλουστο νουάρ, το κάδρο μέσα στο κάδρο μέσα στο κάδρο σ' έναν αποχαιρετισμό στη φυλακή που βιώνεται ως κλωτσιά στη μήτρα. Τα αιφνιδιαστικά ξεσπάσματα βίας. Οι ακόμα πιο αναπάντεχες στιγμές αφοπλιστικής τρυφερότητας. Μία μάνα αρνείται να πάρει την ομπρέλα του αστυνομικού που δεν βοήθησε το γιο της. Βγαίνει περήφανη και στωική στην καταρρακτώδη βροχή. Μούσκεμα, κλέβει μια ομπρέλα από το καρότσι ενός άστεγου τη στιγμή που την προσπερνά. Κοντοστέκεται. Γυρίζει. Τον προλαβαίνει και του δίνει δυο χαρτονομίσματα. Την κοιτά. Παίρνει μόνο το ένα. Απλή, μεστή καλλιγραφία συναισθημάτων. Κοινωνικού σχολίου. Ανθρωπιάς. Χωρίς υπογράμμιση - περπατώντας στη βροχή.

Ο Μπονγκ Τζουν-χο επέλεξε τη διάσημη στην Κορέα 68χρονη πρωταγωνίστριά του, Κιμ Χιε-για, γιατί η δημοτικότητά της χτίστηκε από ρόλους εξιδανικευμένων μητέρων στη μικρή οθόνη. Εκείνος την απογύμνωσε, την τσαλάκωσε, την πέταξε εκτεθειμένη στη μεγάλη. Κι εκείνη του χάρισε την ερμηνεία της καριέρας της. Εμπιστεύτηκε τον σκηνοθέτη της και βγήκε μία τολμηρή βόλτα στην άκρη του ξυραφιού: η ένταση στο βλέμμα, οι ηχηρές σιωπές, η τραγικότητα που φλερτάρει με τη γελοιότητα, η εύθραυστη δύναμη, το αγρίμι που αναδύεται όταν κλωτσά το ένστικτο, τα μυστικά, τα ψέματα, οι ενοχές. Ο ομφάλιος λώρος που, όταν δεν κόβεται, μαζί με την τροφή ξερνάει χολή και δηλητήριο.

Οχι, αυτή η μάνα δεν είναι ούτε αγία, ούτε αθώα. Το πιο μαγικό συστατικό της ταινίας, το σημαντικότερο που κάνει ο Μπονγκ Τζουν-χο αποκαλύπτοντας το επίπεδό του, είναι ότι δεν την κρίνει. Μάλιστα, μάς επιτρέπει να τη δούμε (ή να τη φανταστούμε, έστω) ως γυναίκα. Πριν γίνει μητέρα, ήταν γυναίκα. Ανοιγε τα χέρια της και χόρευε στον άνεμο (οι κιθάρες στο σάουντρακ του Λι Μπιάνγκ-γου θα παίξουν με τις χορδές σας), ελεύθερη ευθυνών. Πόσο της επιτρέπεται να ξεχάσει και να ξεχαστεί; Ή η μητρότητα είναι μία συνθήκη μη αναστρέψιμη;

Η ταινία είναι μέρος του αφιερωμάτος του Cinobo στον Μπονγκ Τζουν-χο με τρεις από τις ταινίες του σε πρώτη πανελλαδική προβολή. Οι άλλες δύο ταινίες είναι το «Μνήμες Φόνων» του 2003 και το «Σκύλος που Γαβγίζει» του 2000.