Ο Γιουν-τζου είναι λέκτορας στο πανεπιστήμιο και το όνειρό του είναι να γίνει καθηγητής, αλλά θέλει να κερδίσει τη θέση με την αξία του και όχι με αθέμιτα μέσα. Δεν τα καταφέρνει, τα χρήματα τελειώνουν, η γυναίκα του θα χάσει μόλις τη δουλειά της επειδή είναι έγκυος και κυρίως δεν αντέχει να ακούει τα σκυλιά των γειτόνων να γαβγίζουν. Θα αναλάβει το ρόλο ενός αυτοσχέδιου υποψήφιου κατά συρροήν δολοφόνου σκύλων, πριν ανακαλύψει πως είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που ενδιαφέρονται για το σκυλίσιο κρέας και φυσικά πολλοί περισσότεροι αυτοί που θα έλυναν τα προβλήματά τους δωροδοκώντας, προκειμένου να κερδίσουν την πολυπόθητη θέση, από το να ρίχνουν σκυλιά από την ταράτσα προκειμένου να εκτονώσουν την οργή τους. Οταν η γυναίκα του θα φέρει στο σπίτι ένα σκυλί και η γειτόνισσά του αρχίσει να αναζητά τα χαμένα σκυλιά, η λογική θα αρχίσει να τον εγκαταλείπει…

Οπως και να περιγράψεις το «Σκύλος που Γαβγίζει» θα κάνεις λάθος. Δεν είναι ούτε κωμωδία, ούτε θρίλερ, ούτε δράμα, ούτε ταινία τρόμου, ούτε καν «ρομαντική» κομεντί (που θα ήθελε κάπως περισσότερο να είναι). Δεν είναι μόνο κάτι από όλα αυτά, αφού με κάποιον εντελώς δικό του τρόπο είναι όλα αυτά μαζί και ακόμη περισσότερα σε ένα μείγμα που καταφέρνει να επιβάλλει το μαύρο χιούμορ πάνω από την κοινωνική κριτική του, στοιχεία κυρίαρχα που από ταινία σε ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο θα αγωνίζονταν για το ποιο τελικά θα επικρατήσει, φτάνοντας μαθηματικά στην τέλεια «ισοπαλία» που βρίσκει κανείς στα «Παράσιτα».

Η «αρχιτεκτονική» του φιλμ μοιάζει η πιο κοντινή από όλη τη φιλμογραφία του Μπονγκ Τζουν-χο στα «Παράσιτα» - αφού κι εδώ η κοινωνική πυραμίδα αντικατοπτρίζεται στα πανομοιότυπα διαμερίσματα μιας εργατικής πολυκατοικίας, από την ταράτσα όπου θα γίνει ο τόπος του εγκλήματος μέχρι το χαρακτηριστικό υπόγειο, εκεί όπου όλοι οι αστικοί θρύλοι μοιάζουν να αποκτούν σάρκα και οστά και η απειλή τους να είναι, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, πραγματική. Το φλερτ με το θρίλερ - και το slasher - είναι εκεί, όπως και η διάθεση για action ή και για «πειραγμένη» τραγωδία, ακόμη και η φιλοζωική διάσταση (κυρίαρχη στο μετέπειτα «Okja»), όλα επιχρωματισμένα με μια μοναδική αίσθηση του χιούμορ και ίσως περισσότερο με μια μοναδική, σλάπστικ, αίσθηση του παραλόγου.

Είναι όμως περισσότερο η διαρκής ετοιμότητα του Μπονγκ Τζουν-χο να δείχνει, να υπομονεύει και να σχολιάζει την ίδια ακριβώς στιγμή, στο ίδιο ακριβώς πλάνο, καθώς οι ασιατικές του καταβολές συναντούν το κλασικό Xόλιγουντ του ’80, σε ένα προσωπικό στιλ που εν έτει 2000 αρχίζει να διαμορφώνεται σε αυτήν την αδιαμόρφωτη ως το τέλος ταινία που, επιβεβαιώνοντας τον αγγλικό της τίτλο αλλά και τη λαϊκή ετυμηγορία, γαβγίζει δυνατά… αλλά δεν δαγκώνει.

Το χαμόγελο που συνοδεύει κάθε περίτεχνη και αναπάντεχη σκηνή του «Σκύλος που Γαβγίζει» - ακόμη και αυτή τη σκηνή ανθολογίας με το κυνηγητό με την κατσαρόλα στην εργατική πολυκατοικία - δεν αρκεί για να διαπεράσει την επιδερμική άσκηση ενός σκηνοθέτη που, ίδιον των πρωτοεμφανιζόμενων, θέλει να πει περισσότερα από όσα μπορεί ή αντέχει η ιστορία του. Υπερφορτωμένη από ιδέες, κατευθύνσεις, κινηματογραφικά είδη και κυρίως διαθέσεις που ταξιδεύουν μεν, αποπρασανατολίζουν συνεχώς δε το θεατή, προσομοιάζει διαρκώς με μια εκ των προτέρων cult απόπειρα που μοιάζει να έχει νόημα μόνο επειδή ανήκει στον Μπονγκ Τζουν-χο, όπως τον γνωρίσαμε στο μέλλον.

Μόνο ιστορικά, διακρίνεις στον «Σκύλο που Γαβγίζει» πως το αγαπημένο παιχνίδι με τα είδη και η κοινωνική ματιά ήταν από την αρχή το ζητούμενο στο σινεμά του Τζουν-χο. Εδώ, στην πρώτη του απόπειρα, θα διασκεδάσεις, θα αναγνωρίσεις το ρίσκο, θα ενδιαφερθείς, αλλά θα πρέπει να περιμένεις τουλάχιστον για μια ταινία ακόμη για να δεις το σινεμά του να παίρνει μορφή.

Η ταινία είναι μέρος του αφιερωμάτος του Cinobo στον Μπονγκ Τζουν-χο με τρεις από τις ταινίες του σε πρώτη πανελλαδική προβολή. Οι άλλες δύο ταινίες είναι το «Μνήμες Φόνων» του 2003 και το «Μητέρα» του 2009.