Από τα ντοκιμαντέρ που έχουν κατά καιρούς γυριστεί για τη ζωή και το έργο του κορυφαίου ποιητή του κινηματογράφου, Αντρέι Ταρκόφσκι, αυτό του Αλεξάντερ Σοκούροφ, του οποίου ο δημιουργός υπήρξε φίλος και μέντορας αφ’ όταν γνωρίστηκαν στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο Γερασίμοφ (στα 1974, κι ενώ ο Ταρκόφσκι ετοίμαζε τον «Καθρέφτη»), είναι πιθανότατα το λιγότερο τυπικό. Καθότι δεν είναι βιογραφικό με την πλατιά έννοια. Ξεκινά μεν με λιγοστές εικόνες από παλιές οικογενειακές φωτό, με έναν εκτός κάδρου αφηγητή να πληροφορεί για την καταγωγή και τα παιδικά του χρόνια, αλλά περνά γρήγορα στον 50άρη, εκτός ρωσικών συνόρων Ταρκόφσκι των αρχών της δεκαετίας του ’80.

Για την ακρίβεια, εστιάζει αμέσως στην Ιταλία, με αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ «Ο Χρόνος του Ταξιδιού» που είχε γυρίσει ο ίδιος ο Ταρκόφσκι με τον φίλο και συνεργάτη του Τονίνο Γκουέρα, με τον οποίο συνέγραφαν τότε τη «Νοσταλγία», πριν προχωρήσει, στο δεύτερο μισό, στις αντίστοιχες ετοιμασίες και τα γυρίσματα του κύκνειου άσματός του, «Θυσία», στο σουηδικό νησί Γκότλαντ. Αυτοί είναι οι δύο αφηγηματικοί άξονες της «Ελεγείας», που είναι μοσχοβίτικη μονάχα στα κομμάτια που ενίοτε διακόπτουν την «δυτική» περιπέτεια του αυτοεξόριστου κινηματογραφιστή: πλάνα από το ταπεινό διαμέρισμά του στον 13 ο όροφο στη Μόσχα και το εξοχικό του σπίτι στα προάστια, αρχειακό υλικό από την κηδεία του Μπρέζνιεφ το 1982,στιγμιότυπα από τον «Καθρέφτη» ή το νεανικό δράμα του 1963 «Οι Πύλες του Ιλιτς», όπου συμμετείχε ως ηθοποιός (κάτι σαν ρωσικό αντίστοιχο του δικού μας «Νόμου 4.000»). Ολο το υπόλοιπο ντοκιμαντέρ κατοικεί σε Ιταλία, Σουηδία και Παρίσι (όπου και πέθανε το 1987 από καρκίνο), διανθισμένο με σκηνές ή παρασκήνια από την «Νοσταλγία» και την «Θυσία».

Με άλλα λόγια, είναι ο μέτοικος Ταρκόφσκι που ενδιαφέρει τον Σοκούροφ. Η ταινία, γυρισμένη το 1988, είναι μια απόπειρα διερεύνησης όσων κουβαλούσε αυτός ο πέρα ως πέρα Ρώσος σε νου και ψυχή από τη στιγμή πήρε τη δύσκολη απόφαση να ζει και να δουλεύει στη Δύση, όχι ως αυτόμολος, αλλά ως επαγγελματίας πεπεισμένος πως θα έμενε άνεργος αν επέστρεφε στην άκαμπτα γραφειοκρατική και μόνιμα λογοκριτική Σοβιετική Ενωση. Μπορεί στη δυτική Ευρώπη να βρήκε πράγματι την ελευθερία του, λέει ο Σοκούροφ (που επίσης ταλαιπωρείτο ως καλλιτέχνης στην τότε Ενωση όσο συνεχίζει να ταλαιπωρείται ακόμα στη Ρωσία του Πούτιν), αλλά το τίμημα ήταν βαρύτατο. Ο πόνος του νόστου για την πατρίδα του ήταν τόσο φθοροποιός που πιθανόν να ήταν αυτός ακριβώς που τον αρρώστησε.

Στην ενδοσκόπηση αυτή, κύριος οδηγός είναι φυσικά το μοντάζ. Είναι ο μηχανισμός που θα ενώσει τα διάσπαρτα περιεχόμενα για να γεννηθεί μια ιδέα (εκείνη του νοσταλγού Ταρκόφσκι που επιμένει να δημιουργεί κόντρα στο σαράκι που τον σιγοτρώει), με την ουσιαστική συνδρομή ενός voiceover που συμπαραθέτει θεωρήσεις του Σοκούροφ, τσιτάτα του ίδιου του υποκειμένου, αλλά και στίχους του πατέρα του, του ποιητή Αρσένι Αλεξάντροβιτς Ταρκόφσκι. Είναι, ομολογουμένως, ένα μοντάζ άνισο, που παλεύει ατυχώς να ευθυγραμμιστεί με τους ιδιαίτερους ρυθμούςτης ταρκοφσκικής μυθοπλασίας και τα χαρακτηριστικά του ταρκοφσκικού λυρισμού - να ξεδιπλωθεί, δηλαδή, κατ’ εικόνα της φιλμικής γλώσσας του ειδώλου του. Δεν παύει, ωστόσο, να αποτελεί μια τεκμηρίωση τόσο διαφωτιστική ως ιστορικό ντοκουμέντο, όσο και ουσιώδης ως προσωπογραφία καταγόμενη από μια αυστηρά επιλεκτική συνθήκη.