Η καινούρια (πολυαναμενόμενη) ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, γυρισμένη στην Αθήνα (και την Αντίπαρο), με πρωταγωνιστές δυο μετεωρικά ανερχόμενους σταρ, τον Σεμπάστιαν Σταν και την Ντενίζ Γκαφ, θα έκανε την πρεμιέρα της τον Απρίλιο του 2020 στο φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, πριν η πανδημία ακυρώσει τα φεστιβάλ και σχεδόν τις ίδιες μας τις ζωές για μήνες.
Το «Monday» είναι η ιστορία του Μίκι και της Κλόι, δυο Αμερικανών τους οποίους συστήνει σε ένα πάρτι ο Αργύρης (η επιλογή του ονόματος του ήρωα όχι δεν είναι τυχαία) του Γιώργου Πυρπασόπουλου καθώς, κατά τη γνώμη του, δυο Αμερικάνοι στην Αθήνα έχουν εξ΄ορισμού τόσα κοινά που οφείλουν να γίνουν ζευγάρι. Και πέρα από κάθε προσδοκία αυτό που μοιάζει μια άβολη και αμήχανη μεθυσμένη γνωριμία, θα εξελιχθεί σε κάτι που θα κρατήσει την Κλόι στην Αθήνα παρότι ετοιμαζόταν να γυρίσει για πάντα πίσω στην Αμερική και θα κάνει τον μουσικό και dj Μίκι να βρει μια κοπέλα με την οποία θα πηγαίνει στα πάρτι, αντί να βρίσκει σε κάθε ένα μια για να φεύγει από αυτά. Το φιλμ είναι μια ρομαντική ιστορία για ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν με κάθε τρόπο από τις ευθύνες της ωριμότητας και της ενηλικίωσης, που ζουν τη ζωή τους σαν να είναι συνέχεια Παρασκευή, προσπαθώντας να ξεχάσουν ότι η Δευτέρα είναι πάντα λίγο μετά και αναπόφευκτα θα έρθει.
Το πώς θα νιώσετε γι αυτή την ερωτική ιστορία (και για την ίδια την ταινία τελικά), εξαρτάται απόλυτα από τον τρόπο του καθενός να βλέπει (τις σχέσεις, τη ζωή, ακόμη και το σινεμά) κι αν τα σκαμπανεβάσματα, οι αμφιβολίες, οι ατέλειες, οι ρωγμές, η αβεβαιότητα για το πώς να νιώσεις πλουτίζουν την εμπειρία, ή αφαιρούν από αυτή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, βλέποντας το φιλμ κι ασχέτως με το πόσο θα σου αρέσει ή πόσο θα καταλάβεις, θα αγαπήσεις ή θα μπερδευτείς από τους χαρακτήρες του, υπάρχουν πολλά πράγματα που αξίζει να κρατήσεις και να θυμηθείς.
Η Ντενίζ Γκαφ κι ο Σεμπάστιαν Σταν, ακραία φωτογενείς σχεδόν όσο και η Αθήνα στην κάμερα του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και στον φακό του Χρήστου Καραμάνη, αγκιστρώνουν το βλέμμα σου στην οθόνη και οι ερμηνείες τους γειώνουν σταθερά τους γεμάτους αναταραχές χαρακτήρες των ηρώων τους. Το «Monday» μοιάζει κοσμοπολίτικο και μαζί απόλυτα Αθηναϊκο, αναδεικνύοντας την Κυψέλη σε κάτι σαν διαγαλαξιακό επίκεντρο ενός άχρονου coolness, αναγνωρίσιμη αλλά κι απόλυτα κινηματογραφική, που κάνει ακόμη και τα μποτιλιαρίσματα στους στενούς της δρόμους να μην ενοχλούν κανέναν και τα αδιέξοδά της κατάλληλα για γρήγορο σέξ. Οσο κρατάει η μέθη της επιθυμίας και του ζαλιστικού έρωτα.
Και μιας κι ο λόγος για σεξ, το φιλμ του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου έχει άφθονο κι απενοχοποιημένο, μεθυσμένο ή ξέφρενο, ενοχικό ή προβληματικό και τόσα γυμνά σώματα όσα κι εξίσου γυμνά εσώψυχα. Ή περίπου όσα και πάρτι. Επίσης ξέφρενα ή απόλυτα αποτυχημένα - πολλές φορές και τα δύο σε ένα. Στα πάρτι του φιλμ, σε δεύτερους ρόλους, περαστικούς ή χορευτές, θα δεις σχεδόν ολόκληρη την κινηματογραφική Αθήνα, ηθοποιούς και τεχνικούς, σκηνοθέτες, γνωστούς και φίλους να περνούν σε μια χαριτωμένη (κι αξιαγάπητη) παρέλαση φιλίας και «συντροφικότητας». Κι όπως και στο «Suntan», ο Σύλλας Τζουμέρκας κλέβει για λίγο την παράσταση, κι αυτή τη φορά δεν χρειάζεται καν να βγάλει τα ρούχα του. Κι αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι ακόμη, η «Συννεφούλα» του Διονύση Σαββόπουλου, είναι απόλυτα έτοιμη για το κινηματογραφικό close up της με την Γκαφ και τον Σταν να την τραγουδούν με σπασμένα ελληνικά κι ένα keyboard, σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές του φιλμ που θες να δεις ξανά και ξανά στο ριπίτ και που μοιάζει αυτομάτως κλασική.