Η ταινία «Μήδεια, Κρείσσων των Εμών Βουλευμάτων» του Νίκου Γραμματικού είναι μία κινηματογραφική περιπέτεια βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Διαδραματίζεται στους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας και παίρνει τη μορφή μιας συναρπαστικής, σχεδόν αστυνομικής έρευνας, στην οποία ντετέκτιβ δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Στηριζόμενος στην παραδοχή του Ευριπίδη πως «το θυμικό είναι ισχυρότερο από τη λογική», ο Νίκος Γραμματικός βυθίζεται, με αλαζονεία, όπως ομολογεί ο ίδιος, στην τραγωδία της Μήδειας για να ξεπεράσει ένα προσωπικό θλιβερό γεγονός. Χωρίς σενάριο στην αρχή και ύστερα από μια «μάχη» επτά χρόνων, καταθέτει μια ταινία όπου τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και έρευνας, διαρκώς μετατοπίζονται. Το Χορό απαρτίζουν μαθήτριες της Δραματικής Σχολής Δήλος, ενώ επιστημονικός σύμβουλος ήταν ο Καθηγητής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης, ο οποίος και εμφανίζεται στην ταινία.
O Νίκος Γραμματικός έλκει την καταγωγή του από την την Σαλαμίνα, τον τόπο όπου γεννήθηκε κι ο Ευριπίδης, κάτι που ως ένα σημείο εξηγεί την ιδιαίτερη σχέση που έχει με το έργο του σπουδαίου τραγωδού και ειδικά την «Μήδεια» μια από τις κορυφαίες τραγωδίες του.
Ο Γραμματικός, σκηνοθέτης ταινιών όχι μόνο ανθρωποκεντρικών μα και στοχευμένες σε ένα εν δυνάμει μεγάλο κοινό (ταινίες όπως οι «Απόντες», ο «Βασιλιάς» και η «Αγρύπνια») μοιάζει να πιστεύει ότι κάτι από την αληθινά μεγάλη τέχνη υπάρχει ζωντανό στο DNA μας και στο DNA της κοινωνίας που χτίζουμε και κάπως έτσι ξεκινά να ανακαλύψει τα ίχνη της «Μήδειας» στον σύγχρονο κόσμο.
Το φιλμ δεν είναι ένα τυπικό ντοκιμαντέρ, δεν είναι μια ανάλυση του έργου ή της σημασίας του, μοιάζει με έναν αυτοσχεδιασμό πάνω σε ένα βασικό μοτίβο, μια βουτιά στην καρδιά του έργου, μια προσέγγισή του με διαφορετικούς τρόπους και μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες προκειμένου ο σκηνοθέτης και μαζί κι οι θεατές να ανακαλύψουν το μέγεθος και το σχήμα της σκιάς που κάτι τόσο γιγαντιαίο και σημαντικό ρίχνει ακόμη, στο σήμερα, στο πάντα.
Ο Γραμματικός παραδέχεται ότι εμπνεύστηκε το φιλμ από το «Looking for Richard» του Αλ Πατσίνο, στο οποίο ο ηθοποιός προσπάθησε με ανάλογο τρόπο να αποδομήσει και να δομήσει από την αρχή την σημασία του Σεξπιρικού «Ριχάρδος Γ΄», όμως η δική του απόπειρα αν κι εξίσου ενδιαφέρουσα, δεν κατορθώνει να δομηθεί σε κάτι τόσο ολοκληρωμένο και κυρίως απολαυστικό όσο το φιλμ του Πατσίνο.
Κυρίως γιατί όσο κι αν περιέχει μια σειρά από στοιχεία την αξία των οποίων δεν μπορείς να αγνοήσεις, ξεκινώντας από την αίσθηση ότι αυτή η ταινία αποτελεί μια αληθινά προσωπική πάλη με κάτι τόσο βαθύ και ουσιαστικό όσο η ανάγκη για αυτογνωσία και δημιουργία, το φιλμ δεν κατορθώνει να τα ενώσει σε κάτι κινηματογραφικά συναρπαστικό.
Υπάρχουν στιγμές και ιδέες που είναι αναμφίβολα μαγνητικές και δεν μπορείς παρά να γοητευθείς από αυτή την απόπειρα ανάλυσης ενός έργου με τρόπο τόσο διαφορετικό, όμως πέρα από το γεγονός ότι αυτό το φιλμ που πήρε 7 χρόνια να ολοκληρωθεί μοιάζει τελικά να μην ξέρει πως να ταξινομήσει και να δομήσει αυτές τις ιδέες και τις στιγμές σε κάτι λειτουργικό, ένα ουσιαστικότερο πρόβλημα του βρίσκεται ίσως είναι κάπου αλλού.
Στο γεγονός πως όσο κι αν η αναμέτρηση του Γραμματικού με την Μήδεια του Ευριπίδη είναι αξιοπρόσεκτη, δεν μπορεί παρά να μοιάζει και λίγο υπερβολική μπροστά σε ένα έργο που τελικά είναι τόσο σπουδαίο ώστε να αψηφά ένα τέτοιο εγχείρημα. Διότι τελικά όσο όσα το φιλμ δοκιμάζει με περίτεχνο τρόπο να εξερευνήσει και αναλύσει, υπάρχουν όντως στο DNA μας κάτι που αντιλαμβανόμαστε με τρόπο σχεδόν σωματικό όταν διαβάζουμε το κείμενο ή βλέπουμε ένα ανέβασμά του.
Τα υπόλοιπα μπορεί απλά να είναι και μόνο θόρυβος.