Το μεγάλο στοίχημα κάθε ντοκιμαντέρ που αποπειράται να αφηγηθεί τη βιογραφία μιας διασημότητας είναι να καταφέρει να ανταποκριθεί στη larger than life προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του και να συμπυκνώσει μέσα στην περιορισμένη του διάρκεια τους βασικούς σταθμούς της ζωής του, χωρίς να πέσει στην παγίδα της αγιογραφίας ή σε μια εξαντλητική παράθεση γεγονότων.

Ευλογημένο από τη διαρκή γοητευτική παρουσία και την εξομολογητική διάθεση του Iαν ΜακΚέλεν, το «Iαν ΜακΚέλεν: Ρόλος Ζωής» ξεγλιστρά εύκολα από την παραπάνω προσέγγιση και τον κίνδυνο της ανούσιας συσσώρευσης κοπλιμέντων και υπερθετικών, αποφεύγοντας ολοκληρωτικά τις μαρτυρίες και τις δηλώσεις φίλων και συνεργατών του ηθοποιού που πιθανότατα θα περίμενε κανείς να συναντήσει σε ένα τέτοιο κινηματογραφικό πορτρέτο. Αντ’ αυτού, το ντοκιμαντέρ του Τζο Στίβενσον βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σε μια συνέντευξη 14 ωρών κατά την οποία ο Ιαν ΜακΚέλεν ανακαλεί όλα όσα διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και την επαγγελματική του πορεία.

Ενα μεγαλειώδες υποκριτικό ταλέντο και μια από τις πιο μαγνητικές παρουσίες του σύγχρονου κινηματογράφου και θεάτρου (το οποίο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πρώτη και μεγάλη του αγάπη), ο Ιαν ΜακΚέλεν διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να κρατά το κοινό υπνωτισμένο μπροστά στην οθόνη ακόμα κι αν απλά απήγγειλε αποσπάσματα από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο Στίβενσον το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, και το εκμεταλλεύεται στο έπακρο, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να αφηγηθεί όλα όσα τον έχουν σημαδέψει χωρίς περιττούς αντιπερισπασμούς και επιδεικτικά σκηνοθετικά τρικ, μια αισθητική επιλογή που αποτελεί το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας του και, ταυτόχρονα, το στοιχείο εκείνο που την εμποδίζει να αναδειχθεί σε ένα αυθύπαρκτο έργο με καλλιτεχνική ταυτότητα αντάξια του σπουδαίου ηθοποιού που κυριαρχεί σχεδόν σε κάθε της πλάνο.

Διανθισμένη με φωτογραφίες, κινηματογραφικά κλιπ και σπάνια αποσπάσματα και ντοκουμέντα από τις θεατρικές του ερμηνείες, κάθε λεπτό της ταινίας εκπέμπει την αμεσότητα μιας εκ βαθέων προσωπικής συζήτησης με τον ΜακΚέλεν, με τον σκηνοθέτη –σοφά– να παραμένει παντελώς αόρατος.

Χωρίς έπαρση και επιτήδευση, με χιούμορ και ευγνωμοσύνη, ο ΜακΚέλεν μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές και τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, την ιλιγγιώδη ανάδειξή του σε κορυφαίο ερμηνευτή των σεξπιρικών κειμένων, και τη σχετικά όψιμη αναγνώρισή του σε κινηματογραφικό πρωταγωνιστή. Ομως δίπλα στη διεξοδική αυτή ματιά στην υποκριτική του καριέρα, η ταινία αφήνει χώρο για την πιο ανθρώπινη πλευρά του ΜακΚέλεν, το καθυστερημένο αλλά δυναμικό δημόσιο coming out του ως gay άνδρα, σε ηλικία 49 ετών, και την έκτοτε παθιασμένη ακτιβιστική του δράση για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και το bullying, που τον έχουν μετατρέψει σε φυσιογνωμία εξαιρετικά αγαπητή στην LGBTQ κοινότητα, και για χάρη της οποίας αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τη δημοτικότητα που του χάρισαν οι συμμετοχές του στα υπερεπιτυχημένα franchise του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» και των «X-Men». Αν κάτι απουσιάζει από την ταινία, ή αναφέρεται φευγαλέα, αυτό είναι οι λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, ένα στοιχείο που είτε ο σκηνοθέτης αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει ηδονοβλεπτικά είτε ο ίδιος ο ΜακΚέλεν προτίμησε να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως σε μεγάλο βαθμό έχει κάνει μέχρι σήμερα.

Το μοναδικό εμφανές σκηνοθετικό τέχνασμα που ο Στίβενσον έχει επιτρέψει στον εαυτό του είναι μια σειρά από δραματοποιημένες σκηνές οι οποίες ντύνουν τις αναμνήσεις του ΜακΚέλεν όταν αφηγείται την πρώιμη παιδική του ηλικία και τα φοιτητικά του χρόνια (τον υποδύονται, αντίστοιχα, ο Μάιλο Πάρκερ, συμπρωταγωνιστής του στο «Mr. Holmes», και ο Σκοτ Τσάμπερς). Μια ριψοκίνδυνη κίνηση για κάθε ντοκιμαντέρ, οι δραματοποιημένες αυτές σκηνές, αν και σκηνοθετημένες καλόγουστα σε ασπρόμαυρο, αποδεικνύονται μάλλον περιττές και υπερβολικά συναισθηματικές, σε μια ταινία όπου ο ίδιος ο βαθιά ενδοσκοπικός, ειλικρινής και ώριμος λόγος του ΜακΚέλεν είναι αρκετός για να αγγίξει τον θεατή.

Ομως πέρα από μια απολογιστική ματιά στη ζωή και την καριέρα του Ιαν ΜακΚέλεν, μέσα από τα ίδια του τα λόγια, το «Iαν ΜακΚέλεν: Ρόλος Ζωής» είναι ταυτόχρονα μια ωδή στην ίδια την τέχνη του ηθοποιού και σε όλες της τις διαστάσεις: απελευθερωτική, ναρκισσιστική, γενναιόδωρη, τραυματική, μεταμορφωτική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η καρδιά του βρίσκεται ακόμα στο θεατρικό σανίδι, στην αλληλεγγύη και τη συναδελφικότητα που γνώρισε εκεί, έστω κι αν η ευγνωμοσύνη του απέναντι στην αναγνώριση που του χάρισε η μεγάλη οθόνη και η αγάπη του για τις μικρές ταινίες (όπως το «Gods and Monsters») στις οποίες χάρισε το ταλέντο του παραμένουν με τον τρόπο τους μεταδοτικά συγκινητικές.