O μελαγχολικός τόνος που ο Μαρκ Μπάουντερ δίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα της γκρίζας Φρανκφούρτης καθώς η κάμερα του παρατηρεί τα γιγάντια κτίρια στα οποία στεγάζονται οι μεγάλες τραπεζικές επιχειρήσεις παραμένει κυρίαρχος σε όλη τη διάρκεια ενός ντοκιμαντέρ που φαινομενικά μιλάει για την οικονομική κρίση, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια μελετημένη σπουδή πάνω στον κενό χώρο: αυτόν που μένει όταν ο άνθρωπος εξαφανίζεται από την εξίσωση του... κυρίαρχου συστήματος.

Δεν είναι τυχαίο ότι το σκηνικό μέσα στο οποίο θα περιηγηθεί ο πρωταγωνιστής του, ο πρώτην τραπεζίτης Ράινερ Φος, είναι τα άδεια γραφεία μιας πρώην τράπεζας που περιστοιχισμένα από τζάμια από το δάπεδο έως και το ταβάνι δίνουν θέα σε μια μικρή αλλά παντοδύναμη πολιτεία από κτίρια που στέγαζαν ή συνεχίζουν να στεγάζουν το «όνειρο» μιας δυνατής παγκόσμιας οικονομίας.

Ούτε είναι τυχαίο πως σε όλη τη διάρκεια της εξομολόγησης του ήρωά του, ο Μαρκ Μπάουντερ τον διακόπτει μόνο για να περιηγηθεί και αυτός με τη σειρά του στους εγκαταλελειμμένους χώρους μιας πρώην αυτοκρατορίας, εκεί όπου κάποτε ένα πλήθος από παίχτες του τραπεζικοοικονομικού συστήματος τζόγαραν τις τύχες ανθρώπων, επιχειρήσεων και ολόκληρων χωρών.

O Ράινερ Φος μιλάει με την άνεση του πρώην παίχτη αυτού του συστήματος και την αλαζονία ενός ανθρώπου που γεύτηκε μέχρι και την τελευταία του σταγόνα τα οφέλη του, απολαμβάνοντας παχυλές αμοιβές, μια διαρκής ένεση αδρεναλίνης στο εγώ του και τη «σοφία» του να ξέρει τα πράγματα από μέσα.

Οσα αποκαλύπτει στην κάμερα του Μπάουντερ είναι από λογικά μέχρι εξωφρενικά και από τρομακτικά μέχρι αποτρόπαια, μια σειρά από μηχανισμούς που άλλοτε κατανοείς και άλλοτε όχι (ο Φος δεν νοιάζεται γι’ αυτό αφού στον δικό του κόσμο όλα είναι απόλυτα κατανοητά), μια ακριβής καταγραφή ενός ολόκληρου σύμπαντος που δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ καμία επαφή με την πραγματική οικονομία ή την κοινωνία λίγα μέτρα πιο έξω από τα «στρατόπεδα» (ο ίδιος ο Φος παρομοιάζει το σύστημα με στρατό) των τραπεζικών.

Ακριβώς στη μέση της αφηγησής– που διακόπτεται μόνο από τα μελαγχολικά ιντερλούδια του Μπάουντερ και ειδησεογραφικό υλικό από τις «στάσεις» της κρίσης σε Αμερική και Ευρώπη, το «Master of the Universe» γίνεται εκείνη η ταινία που μπορεί να αφορά πολλούς περισσότερους απ’ όσους ενδιαφέρονται για το τραπεζικό σύστημα ή τη φούσκα πίσω από τη φούσκα της σημερινής οικονομικής κρίσης.

Μιλώντας για την οικογένειά του, μια καθημερινότητα που δεν περιλάμβανε τίποτ’ άλλο εκτός από ακόμη περισσότερα χρήματα, σκάνδαλα και κομπίνες, ο Φος κάνει τη δική του αυτοκριτική ως σύζυγος και πατέρας, αναγνωρίζοντας ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του το «τέρας» που είχε γίνει παραδομένος αμαχητί σε μια φρενίτιδα καταξίωσης.

Ο κενός χώρος ανάμεσα στο «εγώ» και το «εμείς» μοιάζει πλέον αδύνατον να γεμίσει, παραμένοντας ένα μνημείο πάνω στο οποίο θυσιάστηκαν μεταφορικά και κυριολεκτικά ανθρώπινες ζωές από ένα σύστημα που, όπως υποστηρίζει και ίδιος ο Φος, απομακρυσμένος πλέον από την πρότερη ζωή του (αλλά όχι και μετανιωμένος) δεν ξέρει να μαθαίνει από τα λάθη του. Ετοιμο ανά πάσα στιγμή να τα επαναλάβει.

Στη λογική αν και όχι με το ίδιο εύρος των προσωποκεντρικών ντοκιμαντέρ του Ερολ Μόρις και με την αφήγηση του Φος (ένας πιο Βόρειος «Λύκος της Wall Street») να κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή για τη μιάμιση ώρα που διαρκεί, το «Master of the Universe» είναι μια ταινία αποκαλυπτική, μελαγχολική, σκοτεινή – μια ματιά στον εσωτερικό κενό χωρο μιας εγκαταλελειμένης χώρας. Οχι μόνο της Γερμανίας ή της Αμερικής ή της Ελλάδας...

Υποψηφιότητα για το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, Καλύτερο Ντοκιμαντέρ από την Ενωση Γερμανών Κριτικών, Βραβείο στην «Εβδομάδα Κριτικής» του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο.


Διαβάστε ακόμη: «Master of the Universe»: Ενας τραπεζίτης και η πτώση μιας χώρας, μιας ηπείρου, ενός πλανήτη