Είναι σαν να έχεις ένα έπιπλο, παλιό κι αγαπημένο, μια πολυθρόνα ας πούμε, που έχει φθαρεί: και τη δίνεις στον ταπετσιέρη και στην επιστρέφει κούκλα. Γυαλισμένη, καθαρισμένη, λαμπερή, με ένα ύφασμα καινούριο αλλά τόσο σαν το παλιό. Στην έχει κάνει ίδια - αλλά δεν είναι ίδια, δεν είναι ζεστή, δεν είναι βολική, δεν έχει χαρακτήρα. Είναι απλώς κούκλα.

Ετσι συμβαίνει και με την επιστροφή της Μαίρη Πόπινς, που ξαναφτάνει από τα σύννεφα με την ομπρέλα της στο γκριζωπό Λονδίνο και που μπορεί να κερδίσει περισσότερο το νεαρό κοινό, εκείνο που τώρα ανακαλύπτει τις αναφορές του, όχι εκείνο που έχει βολευτεί στις δικές του. Το «Η Μαίρη Πόπινς Επιστρέφει» είναι τόσο ίδιο με τη Μαίρη Πόπινς του 1964, που προκαλεί από μόνο του τη σύγκριση και χάνει, έστω και με χαμόγελο.

Εμπνευσμένη από την ηρωίδα της Π.Λ. Τράβερς, η ταινία εκτυλίσσεται λίγες δεκαετίες μετά την ιστορία της πρώτης, το 1930, όταν η Αγγλία υποφέρει από το μεγάλο οικονομικό κραχ. Τα παιδιά της οικογένειας Μπανκς έχουν πια μεγαλώσει: η Τζέιν, ακολουθώντας τα βήματα της σουφραζέτας μαμάς της, είναι μια δυναμική, ανύπαντρη, όμορφη κοπέλα, οργανωμένη στον ακτιβισμό για τη φροντίδα των άπορων. Ο Μάικλ έχει πρόσφατα χάσει τη γυναίκα του, έχει εγκαταλείψει τη ζωγραφική του κι είναι ταμίας στην τράπεζα όπου εργαζόταν ο μπαμπάς του, αγωνιζόμενος να μεγαλώσει τα τρία του παιδιά. Σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία, η πιο αλλόκοτη και πιο αγαπημένη νταντά στον κόσμο, η Μαίρη Πόπινς, αποφασίζει να επιστρέψει για να προσφέρει για μια ακόμα φορά τη βοήθειά της, μαζί μ' ένα κουταλάκι ζάχαρη. Την υποδέχεται και την ακολουθεί με ενθουσιασμό, ο φανοκόρος Τζακ με το ποδήλατό του.

Ο Ρομπ Μάρσαλ είναι ένας ευφάνταστος και καπάτσος σκηνοθέτης μιούζικαλ, αφηγηματικά, ωστόσο, επιλέγει να φτιάξει μια δομή που αντιγράφει, παραφράζοντάς τες, επεισόδιο-επεισόδιο, όλες τις σεκάνς της πρωτότυπης ταινίας: από την υποβρύχια φαντασμαγορία όταν Μαίρη, Τζακ και παιδιά μπαίνουν στην μπανιέρα και βγαίνουν στον ωκεανό, μέχρι την επίσκεψη στη θεότρελλη εξαδέλφη της Μαίρη, την Τόπσι που υποδύεται με μπρίο η Μέριλ Στριπ (σ' αυτό, το ένα και μοναδικό νούμερο), που ζει σ' έναν τα πάνω-κάτω κόσμο, μέσα στο μαγαζί της με αντίκες. Αλλά και στη συναισθηματική κλιμάκωση της ταινίας, στις εναλλαγές του χιούμορ, της περιπέτειας και της τρυφερότητας, η καμπύλη των δύο ταινιών είναι απαράλλαχτη. Ομοίως και η αισθητική της νέας ταινίας αντιγράφει, σκόπιμα και φρεσκαρισμένα, εκείνη της παλιάς: στα σαν χειροποίητα, χάρτινα, σκηνικά, στα παραμυθένια ρούχα, στα χρώματα που μοιάζουν με ζαχαρωτά, με το διασκεδαστικό, πανάκριβο do it yourself στιλ που αναγνωρίζουμε κι αγαπάμε, αλλά χωρίς κανένα νέο στίγμα.

Τα τραγούδια, το λιμπρέτο και τα χορευτικά νούμερα, έχοντας να ανταγωνιστούν κάποιες από τις δημοφιλέστερες στιγμές στην ιστορία των μιούζικαλ, δυστυχώς ξεχνιούνται με το που τελειώνουν. Εξαίρεση αποτελεί το νούμερο του «Trip a Little Light Fantastic» από την ομάδα των φανοκόρων, πολυπληθές και δυναμικό, που αποτελεί το αντίστοιχο του επίσης υπέροχου «Step in Time» της παλιάς ταινίας. Ακόμα και τα νοήματα, ωστόσο, του φιλμ, αναπαράγουν το παρελθόν, κολλημένα στη μαγεία του να παραμένεις για πάντα παιδί και... στη σημασία της αποταμίευσης, χρήσιμα και στοργικά, αλλά χωρίς σύγχρονο ενδιαφέρον.

Σε μια ταινία με το όνομα Μαίρη Πόπινς στον τίτλο της, η Εμιλι Μπλαντ, ζουμερή στην όψη και πάντα εξαιρετική στις ερμηνείες της, χάνει πόντους από υπερπροσπάθεια. Η δική της Μαίρη, παρά το υπέροχο παράστημα και το perfectly perfect in every way πρόσωπο - και τη θαυμάσια φωνή, γιατί μόνη της ερμηνεύει τα τραγούδια της - δείχνει διαρκώς τσιτωμένη, με μια προφορά επιτηδευμένη, παρότι Βρετανίδα κι ένα σφιχτό χαμόγελο που σε υποψιάζει κάθε τόσο ότι δεν είναι η Μαίρη Πόπινς, αλλά η παρανοϊκή δίδυμη αδελφή της που σε λίγο θα βγάλει από τη χαρακτηριστική της τσάντα το αλυσοπρίονο και θα σφάξει όλη την οικογένεια. Αντίθετα, ο Λιν-Μανουέλ Μιράντα μοιάζει να βρίσκεται στο φυσικό στοιχείο του και δίνει τόση ενέργεια στο ρόλο του που καταλήγει να πρωταγωνιστεί, ενάντια στο σενάριο. Στους δεύτερους ρόλους, η Εμιλι Μόρτιμερ είναι, όπως πάντα, γλυκύτατη, η Τζούλι Γουόλτερς τείνει προς την καρικατούρα, όπως κι ο Κόλιν Φερθ ως κακός τραπεζίτης, ο Μπεν Γουίσο παίζει σ' ένα βαρύ δράμα, ενώ η ταινία φωτίζεται από μια χαριτωμένη επιλογή guest εμφανίσεων, από, φυσικά, τον Ντικ Βαν Ντάικ, ως... την Αντζελα Λάνσμπερι, ίσως για να ενισχύσει το βρετανικό πνεύμα της.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, της όμορφης και σβέλτας, αλλά μάλλον άψυχης, ταινίας, είναι παράλογο και μαζί λογικό, ότι το φινάλε βρίσκει τον θεατή με μάτια βουρκωμένα και το χαμόγελο κολλημένο στα χείλη. Είναι μάλλον επειδή η επιστροφή της Μαίρη Πόπινς καταφέρνει οπωσδήποτε αυτό: να θυμίσει τα παιδικά χρόνια, να γλυκάνει τις απώλειες, να φέρει στο νου αναμνήσεις. Να ξυπνήσει το βίωμα της άλλης Μαίρη Πόπινς, της παλιάς. Κι αυτό μπορεί να μην είναι supercalifragilistic, αλλά μια γοητεία την έχει.