Ο εικοσάχρονος Τζακ Μάρομποουν, η μικρότερη αδελφή του και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, έχουν καταφέρει να φτιάξουν μία ασφαλή καθημερινότητα στο λαβυρινθώδες σπίτι τους, μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Σιγά σιγά όμως πείθονται ότι στη σοφίτα του σπιτιού τους κατοικεί ένα διαβολικό πνεύμα και προσπαθούν ενωμένοι να το καταστρέψουν.
Ο Ισπανός σεναριογράφος Σέρχιο Γκαρσία Σάντσεθ θα είναι για πάντα εκείνος έγραψε το σενάριο μιας από τις καλύτερες ταινίες τρόμου της προηγούμενης δεκαετίας, το «Ορφανοτροφείο», αλλά και μιας από τις μελοδραματικές, δακρύβρεχτες και για πολλούς συναισθηματικά εκβιαστικές ταινίες της χρονιάς εκείνης, το «The Impossible» - και οι δυο σε σκηνοθεσία του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα. Αν και οι δυο εκείνες ταινίες μοιάζουν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν όμως έναν κοινό παρονομαστή: είναι ταινίες για τη μητρότητα και τη σημασία της οικογένειας, όπως αυτές αναδεικνύονται μέσα από τον τρόμο και το σασπένς μιας ιστορίας ενηλικίωσης.
Στο «Μυστικό των Μάρομποουν», ο Σάντσεθ, πέρα από το σενάριο, αποφασίζει να καθίσει και στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Και τι καλύτερο για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο από το να δουλέψει πάνω σε ένα είδος ταινίας που του είναι αρκετά γνώριμο, εκείνο του θρίλερ. Με μια πρώτη ματιά «Το Μυστικό των Μάρομποουν» μοιάζει αλλά και είναι μια φιλόδοξη ταινία: ένα οικογενειακό δράμα που ξετυλίγεται ως μια ιστορία για την ενηλικίωση με ισχυρές δόσεις μελοδράματος - όλα καλυμμένα κάτω από το αραχνοΰφαντο πέπλο του μεταφυσικού.
Παρά την ενδιαφέρουσα ιστορία, όμως, ο Σάντσεθ χάνεται κάτω από το βάρος του ίδιου του σεναρίου του που αργεί υπερβολικά να σταθεί στα πόδια του. Τουλάχιστον για το πρώτο μισό της ταινίας, είναι σίγουρο πως θα βρείς τον εαυτό σου να προσπαθεί να συνδέσει τα κομμάτια ενός αδικαιολόγητα πολύπλοκου παζλ που θέλει να εντυπωσιάσει περισσότερο από το να σε βάλει μέσα στην πλοκή του. Η απειρία του Σάντσεθ ως σκηνοθέτη αφήνει την ταινία έρμαιο της φιλοδοξίας της, με μοναδικό στήριγμα την ατμόσφαιρα που κυρίως από το δεύτερο μέρος και μετά χτίζει στιγμές τρόμου και αγωνίας που δικαιολογούν το όλο οικοδόμημα.
Τα θεμέλια στα οποία έχει χτίσει ο Σάντσεθ την πρώτη του ταινία δείχνουν σαθρά, αν και στο νήμα του φινάλε και της ευχάριστης ανατροπής του καταφέρνει να χτίσει κάτι το ενδιαφέρον. Το φάντασμα, όμως, του «Ορφανοτροφείου» (δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι ο Μπαγιόνα εκτελεί χρέη παραγωγού εδώ) μοιάζει να έχει στοιχειώσει την ταινία του από τα πρώτα κιόλας λεπτά της, κάνοντας αυτή την άτολμη προσπάθεια να βρίσκεται δέσμια από τις αλυσίδες του παρελθόντος της, εμποδίζοντας τον τρόμο να διεισδύσει μέσα σου και να σου ρουφήξει το μεδούλι.