Ο Ραμόν ζει στην επαρχιακή Λα Κορούνια, στο αγροτόσπιτο του μεγαλύτερου αδελφού του - μαζί με την νύφη του, τον έφηβο ανηψιό του και τον γέρο πατέρα του. Ολοι έχουν διαμορφώσει γύρω του ένα μικρό χωριό βοηθείας. Κι αυτό γιατί ο 55χρονος Ραμόν, ο πρώην ναυτικός που λάτρευε τα ταξίδια, την περιπέτεια, την ελευθερία, τη θάλασσα είναι εδώ και 28 χρόνια κλινήρης. Μία τραγική απροσεξία, μία βουτιά από το αγαπημένο του σημείο στα βράχια τη στιγμή που η παλίρροια τραβούσε τα νερά, του στοίχισε ανεπανόρθωτα. Εσπασε το λαιμό του, παρέμεινε ακαριαία τετραπληγικός, ακίνητος, καθηλωμένος. «Ισως έπρεπε να έχω πεθάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή» θυμάται.

Τον συναντάμε όταν πλέον έχει κουραστεί. «Γιατί χαμογελάς συνέχεια;» τον ρωτούν. «Γιατί όταν εξαρτάσαι αποκλειστικά σε άλλους για κάθε σου ανάγκη, μαθαίνεις να κλαις χαμογελαστά...» Κι ο Ραμόν εξαρτάται αποκλειστικά στους άλλους. Η νύφη του τον πλένει, τον ντύνει, του αλλάζει ανά 3 ώρες θέση στο κρεβάτι - τον περιποιείται ακούραστα. Ο αδελφός του παράτησε κι αυτός τη θάλασσα για να προσφέρει υποστήριξη - ακόμα κι αν το κάνει με κακότροπη αρσενική αμηχανία. Ο πιτσιρικάς ανηψιός κι ο υπερήλικας πατέρας, επίσης είναι μόνιμα παρόντες μαστορεύοντας ευρηματικές πατέντες για να του κάνουν τη ζωή λίγο πιο εύκολη, για να του κάνουν πολύτιμη παρέα.

Δε θα έπρεπε να έχει παράπονο, τόσος κόσμος τον αγαπάει θα σκεφτόταν απερίσκεπτα η θρησκόπληκτη ηθική μας. Δε θα έπρεπε να έχει παράπονο. Που δεν έχει ζωή. Που απλώς αναπνέει, μιλάει, περιστρέφει περιορισμένα το βλέμμα, νιώθει το ανθρώπινο άγγιγμα μόνο στο πρόσωπό του. Ο Ραμόν Σαμπέντρο -γιατί πρόκειται για αληθινό πρόσωπο- στα τέλη της δεκαετίας του 90, όρθωσε το εγκλωβισμένο του ανάστημα στο να απαιτήσει το δικαίωμα του στο παράπονο. Στο να μην τη θέλει πια αυτή τη ζωή. Εκανε αίτημα να του επιτραπεί η υποβοηθούμενη ευθανασία και πέρασε έναν διάσημο για την Ισπανία δικαστικό αγώνα υποστηρίζοντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την αξιοπρέπεια.

Ο Αμενάμπαρ, στην κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Ραμόν, έγραψε και σκηνοθέτησε μυθοπλαστικά τους τελευταίους μήνες της ζωής του πλαισιώνοντας τον ήρωά του με τρεις (φιξιόν) δυνατές γυναίκες: τη δικηγόρο Χούλια (κι εκείνη βασανιζόμενη από εκφυλιστική αρρώστια που σταδιακά παραλύει το σώμα και το μυαλό της), τη χωριατοπούλα Ρόζα (μία μοναχική νεαρή μητέρα που ερωτεύτηκε την καλοσύνη και τη δύναμή του) και την ακτιβίστρια Γκενέ που πάλεψε για τη δικαίωση του αγώνα του.

Βλέποντας ξανά την ταινία, 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, τα Οσκαρ και τις διακρίσεις της, καταλαβαίνει κανείς ότι μπορεί κοινωνικά και πολιτικά να έχουμε μείνει τετραπληγικά ακίνητοι (ακόμα το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν υπάρχει, παρά σε ελάχιστες χώρες στον κόσμο), κινηματογραφικά όμως έχουν προχωρήσει σε πιο τολμηρή έκθεση παρόμοιων θεματικών.

Ο Αμενάμπαρ το 2004 δεν τόλμησε να δείξει πολλά. Παρόλο που το φόκους του ίδιου του ήρωα είναι αδιέξοδα στο θάνατο, το φόκους του σκηνοθετικού φακού είναι στη ζωή. Ο ρεαλισμός της αρρώστιας, με όλη της την κακοφωνία, τον εκφυλισμό της σάρκας, την κατάρρευση του κορμιού και του μυαλού, τη βρωμιά, δεν υπάρχουν παρά μόνο σε μερικές υπαινικτικές αναφορές (για αυτό και η απόφαση στο τέλος να μας δείξει την κατάληξη του ήρωα μοιάζει απότομη και σοκαριστική).

Ο Αμενάμπαρ προτιμά να μάς μεταφέρει στον εγκλωβισμένο κόσμο του Ραμόν με αέρινο λυρισμό, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα κινηματογραφικά εργαλεία. Προσέξτε το: η κάμερα κινείται συνεχώς, με υγρό γλίστρημα. Σαν να περπατάει εκείνη, αντί του ήρωά της. Το ίδιο και το μοντάζ που ενώνει σεκάνς με κυκλική ή γραμμική κίνηση. Ολα σταματούν απότομα στο κρεβάτι του Ραμόν. Στο βλέμμα του.

Ολα τρέχουν με το μυαλό και τη φαντασία του. Οταν ο Αμενάμπαρ θέλει να δείξει την αντίστιξη του τι ονειρεύεται ένας ανάπηρος άνθρωπος, τι δεν βλέπουμε, τι δεν μπορούμε να νιώσουμε, η κάμερα απελευθερώνεται. Η ένταση δυναμώνει, μαζί με την άρια του Πουτσίνι «Nessun dorma», κι η κάμερα απογειώνεται λυτρωτικά, δραπετεύει από το παράθυρο, φέρνει θαλασσινό αεράκι στα μάγουλα του Ραμόν, και λυγμούς στα μάτια του θεατή.

Το μεγαλύτερο κινηματογραφικό του χαρτί βέβαια είναι ο ηθοποιός του. Ο Χαβιέ Μπαρδέμ, φρέσκος από την επιτυχία των «Πριν Πέσει η Νύχτα» και «Δευτέρες με Λιακάδα» έδωσε στον Ραμόν την ερμηνεία της καριέρας του (σήμερα, για κάτι παρόμοιο θα είχε κερδίσει Οσκαρ - τότε δεν ήταν καν υποψήφιος). Μελετώντας το πόσο αγκυλωμένα στέκεται το κορμί ενός τετραπληγικού σ' ένα κρεβάτι, με φροντισμένες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες μέχρι το τελευταίο δάχτυλο του κάθε χεριού, ο Μπαρδέμ επιστράτευσε το εκφραστικό του πρόσωπο. Δεν ξέφυγε όμως ποτέ σε εύκολους μελοδραματισμούς ή πιασάρικο κρεσέντο. Το θαυμαστό ήταν ότι η ερμηνευτική συγκίνηση ισορροπούσε πάντα με την αξιοπρέπεια, το χιούμορ με τη μελαγχολία, η απελπισία με το χαμόγελο του Ραμόν.

Κι αν για κάτι παραδεχόμαστε το σενάριο του Αμενάμπαρ είναι ότι δεν αφήνει εκτός κάδρου τον πόνο των φροντιστών. Δεν υποφέρει μόνο ο ασθενής στις χρόνιες αρρώστιες. Νοσεί όλο το ανθρώπινο πλαίσιο. Τραγικές φιγούρες, διχασμένες ανάμεσα στην προσφορά και την οργή, την κούραση και την αυτοθυσία, τη άδικη καθημερινή πάλη απέναντι σε κάτι που δεν έχεις έλεγχο. Η νύφη «που τον περιποιείται ως γιο της». Ο έφηβος ανηψιός που γεννήθηκε σε αυτή την κατάσταση και στερήθηκε (χωρίς κανείς να τον ρωτήσει) όλη την παιδικότητα και την ανεμελιά του. Ο αδελφός του που δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Ο γέρος πατέρας που ζει με την πραγματικότητα ότι το παιδί του θα πεθάνει, κι ακόμα χειρότερα «θέλει να πεθάνει», πριν από αυτόν.

Δύσκολη η θέαση της ταινίας - πέφτει βαριά στο βλέμμα και την ψυχή. Δύσκολη η συνειδητοποίηση ότι, όσο κι αν η ακινητοποίηση στην καρέκλα του θεατή λειτουργεί ως προσομοίωση για 124 λεπτά, εσύ στο τέλος θα σηκωθείς και θα βγεις στο φως. Θα σου επιτραπεί να κλάψεις κανονικά. Κι όχι με αγκυλωμένο χαμόγελο.