Yστερα από επιτυχημένες χολιγουντιανές περιπέτειες και, προσφάτως, επικά κινεζικά φιλμ όπως το «Red Cliff» και το «The Crossing», ο Τζον Γου επιστρέφει με το «Manhunt» (remake του ομώνυμου φιλμ του Τζούνια Σάτο από το 1976) στις ρίζες του και στο genre της γκανγκστερικής δράσης αλά «The Killer» για να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του όσο κατηγορείται άδικα για δολοφονία και κλοπή απόρρητου υλικού από τους πρώην εργοδότες του.
Και όντως, τα πάντα στο «Manhunt» θυμίζουν με επιθετικό σχεδόν τρόπο τον Τζον Γου τως 80ς και της δεκαετίας του 1990. Αργή κίνηση, καρέ στα οποία σταματά ο χρόνος, επικαλύψεις πλάνων, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, ιλιγγιώδεις καταδιώξεις, στιλιζαρισμένη χορογραφημένη δράση και αρκετά λευκά περιστέρια επιβεβαιώνουν από το πρώτο λεπτό της ταινίας ότι το «Manhunt» λειτουργεί και ως φόρος τιμής στην φιλμογραφία του σκηνοθέτη, χωρίς να διστάζει να φτάσει στα άκρα και την υπερβολή σχεδόν με αυτοαναφορική διάθεση.
Γιατί το «Manhunt» είναι γεμάτο ανθρώπους που μπορούν να τρέξουν πιο γρήγορα κι από ένα τρένο αν είναι να σώσουν τη ζωή τους Είναι γεμάτο δολοφόνους που λαμβάνουν υπερδυνάμεις από ένα μυστικό φάρμακο, όχι πολύ διαφορετικό από τον ορό του σούπερ-σταρτιώτη των Marvel Comics. Είναι γεμάτο ατάκες που κλείνουν το μάτι στις φτηνές b-movies του Hong Kong περασμένων δεκαετιών, όπως τα «Δεν έχασα το μυαλό μου, μόλις το βρήκα» και το «χαχα, οι άντρες είναι απλά πλάσματα», στα Κινέζικα, τα Γιαπωνέζικα ή τα Αγγλικά, χωρίς να βγάζει πάντα νόημα η χρήση της κάθε γλώσσας.
Στο τέλος, αυτό που παραμένει είναι μια σχεδόν εκνευριστική αντιφατική αίσθηση καθώς, από τη μια πλευρά, το «Manhunt» ικανοποιεί κάθε προσδοκία όσον αφορά τη δράση αλλά, ταυτόχρονα, δε δίνει καμία σημασία ούτε στη ροή της αφήγησης αλλά ούτε και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας τους όσο αναλώσιμα χρησιμοποιεί και τις σφαίρες.
Ταυτόχρονα όμως, το «Manhunt» δε σταματάει να προσφέρει (όχι ακριβώς ρετρό, μάλλον άχρονες) χορογραφημένες σκηνές δράσης, που είναι και ο κυριότερος λόγος ύπαρξης της ταινίας. Αυτοκίνητα, τζετ σκι και… άλογα, όπλα, σπαθιά κατάνα και γροθιές, δίνουν την ευκαιρία στον Τζον Γου να στήσει μερικές απολαυστικές σκηνές δράσης, που ξεχωρίζουν ακριβώς λόγο του εύρους της ματιάς τους καθώς σε κάθε σκηνή, η δράση δεν ακολουθεί μόνο δύο άτομα που αντιμάχονται δίχως έλεος αλλά ενορχηστρώνει κάθε φορά όλους σχεδόν τους βασικούς του χαρακτήρες σε ένα σύνολο που ανάγει κάθε σκηνή δράσης σε πολεμική performance.
Αυτό είναι και το κυριότερο ατού μιας ταινίας που ουσιαστικά χρησιμοποιεί την αφήγησή του ως αφορμή για την επόμενη μεγάλη σκηνή δράσης, χωρίς να δίνει και την μεγαλύτερη σημασία στη ρεαλιστικότητα της ιστορίας του. Γιατί παρά το πάθος της κινηματογράφησης και της αγνής αίσθησης αδρεναλίνης που προσφέρει το φιλμ, το «Manhunt» δεν παύει να είναι απλά ένα κολλάζ εντυπωσιακών σκηνών χωρίς ουσιαστική ροή ή η έστω μια κάποια λογική συνέχεια, γεμάτο πομπώδεις ερμηνείες που τοποθετούν κάθε χαρακτήρα διακριτά στο λευκό και το μαύρο χωρίς κανένα δισταγμό.
Στο τέλος, αυτό που παραμένει είναι μια σχεδόν εκνευριστική αντιφατική αίσθηση καθώς, από τη μια πλευρά, το «Manhunt» ικανοποιεί κάθε προσδοκία όσον αφορά τη δράση αλλά, ταυτόχρονα, δε δίνει καμία σημασία ούτε στη ροή της αφήγησης αλλά ούτε και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας τους όσο αναλώσιμα χρησιμοποιεί και τις σφαίρες.