Τα τραγούδια των ABBA είναι σαν τον «Νονό» του Κόπολα. Οι τίτλοι και οι στίχοι τους, όπως το σενάριό του, δίνουν απαντήσεις στα πάντα. Είναι εύπλαστοι, για να γεμίσουν με τις ζωές όποιων τους ακούν και να τις αποτυπώσουν, να φτιάξουν ιστορίες. Για παράδειγμα: Honey Honey / Voulez Vous / I Do, I Do, I Do, I Do / Lay All Your Love on Me / Does Your Mother Know / Hasta Mañana, έτοιμη η ιστορία.
Σ' αυτή τους την αρετή, το κοινό βίωμα και την προσαρμοστικότητα, βασίστηκε πριν μια δεκαετία το «Mamma Mia» κι έγινε η ιστορία τής Ντόνα, της κόρης της, της Σόφι και των τριών υποψήφιων μπαμπάδων της, ένα καλοκαίρι, στο νησί Καλοκαίρι, στην Ελλάδα. Σ' αυτήν δίνει συνέχεια (και παρελθόν) το «Mamma Mia 2», καταφέρνοντας ακόμα καλύτερα να την κάνει να μοιάζει με σινεμά. Οχι ότι η φετινή ταινία θ' αρέσει σε όσους δεν αγάπησαν την παλιά: αλλά σ' εκείνους που τη σκέφτονται με χαμόγελο, θα προσφέρει το κάτι παραπάνω και μια Cher για ομπρελίτσα στο κοκτέιλ τους.
Το «Mamma Mia! Here We Go Again» είναι, μαζί, σίκουελ και πρίκουελ. Στον έναν άξονα, στο σήμερα, πέντε χρόνια μετά την τελευταία μας συνάντηση, η Σόφι (Αμάντα Σέιφριντ) κι ο - επισήμως, πια - πατριός της, ο Σαμ (Πιρς Μπρόσναν), ετοιμάζονται για τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Μπέλα Ντόνα, της πανσιόν τη Ντόνα που τώρα έχει γίνει πανέμορφο boutique hotel. Με αφορμή τη γιορτή, έρχονται ξανά όλοι οι παλιοί γνώριμοι του «Mamma Mia»: ο τυχοδιώκτης Μπιλ (Στέλαν Σκάρσγκαρντ), ο εσωστρεφής Χάρι (Κόλιν Φερθ), η σε μόνιμη αυτοκαταστροφή Ρόουζι (Τζούλι Γουόλτερς) και το αεροδυναμικό cougar, η Τάνια της Κριστίν Μπαράνσκι, ακόμα πιο απαιτητική σεξουαλικά κι απολαυστική κωμικά από την πρώτη ταινία.
Παράλληλα, το ημερολόγιο της Ντόνα, εκείνο το ροζ με τα απλικέ λουλουδάκια, δίνει υλικό για μια αναδρομή στο παρελθόν: στην ιστορία της Ντόνα πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν, κοπελίτσα λαμπερή και γεμάτη ενέργεια, ήρθε στο ελληνικό ερημονήσι αναζητώντας την περιπέτεια και βρήκε τρεις αδιέξοδους έρωτες και μια ανατρεπτική εγκυμοσύνη. Αυτή, η δεύτερη ιστορία δίνει το σαφώς πιο ενδιαφέρον, πλούσιο και ελκυστικό έδαφος στην ταινία: τα τραγούδια κι οι χορογραφίες έχουν, στοιχειώδη τουλάχιστον, φαντασία και χιούμορ, το σενάριο τις ανατροπές του και η Λίλι Τζέιμς ως νεαρή Νόρα είναι ακαταμάχητη, με θαυμάσια φωνή, απέραντη ακτινοβολία και μια ελαφρότητα δουλεμένη με πειθαρχία και θάρρος.
Ο Ολ Πάρκερ στη σκηνοθεσία και το σενάριο (αντί για τη Φιλίντα Τζόουνς), καταφέρνει να πατήσει πάνω στο «εύρημα» και να κάνει σινεμά. Οχι λιγότερο, χάρη στην εκπληκτική φωτογραφία του Ρόμπερτ Γιόμαν (σταθερού συνεργάτη του Γουες Αντερσον) που φτιάχνει τη μια υπερβατική καρτ-ποστάλ μετά την άλλη και στο art direction του Αντριου Πάλμερ. Εφόσον ένα ιδιόρρυθμο μιούζικαλ βασισμένο στα τραγούδια των ABBA δεν θα είναι ποτέ αληθοφανές, ο Πάρκερ παίρνει συνειδητά σκηνοθετικές και εικαστικές αποφάσεις για ένα φιλμ πιο στημένο, πιο «θεατρικό», καλογυαλισμένο, σε μια αποδοχή ότι η ταινία είναι ένα παιχνίδι με τις αναμνήσεις και τη φαντασία. What's the name of the game; Φουλ της ψυχαγωγίας.
Ομοια «κατασκευασμένο» είναι και το ελληνικό ντεκόρ: όχι πια στο φυσικό χώρο του, αλλά στην ακτογραμμή της Κροατίας. Οχι με μεσογειακά locations, αλλά με επιμέλεια. Με μια απογοήτευση για τη χαμένη παραγωγική ευκαιρία - και πάλι, όχι για τουριστικούς λόγους, οι παραλίες της Κροατίας μοιάζουν τόσο ελληνικές, που και πάλι εδώ θ' αναζητήσουν οι επισκέπτες το Καλοκαίρι τους. Αλλά επειδή, βλέποντας και μόνο το μέγεθος και το κόστος της παραγωγής, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς τις χαμένες αμοιβές των ελληνικών συνεργείων, την επένδυση σε διαμονή και σε υπηρεσίες που, τρομαγμένη από το γραφειοκρατικό Γολγοθά της πρώτης φοράς, η ταινία προτίμησε να μεταφέρει αλλού.
Μοναδική εμφανής συμμετοχή, εκτός από, στην κυριολεξία, τρεις πολύ μικρούς ρόλους, αυτή του Πάνου Μουζουράκη, ο οποίος μπορεί, ως χαραμοφάης μουσικός Λάζαρος να παραπέμπει ανεξήγητα σε καρικατούρα Μαριάτσι, πάντως κάνει την παρουσία του αισθητή.
Περισσότερο απ' όλα αυτά, όμως, τα επιμέρους συστατικά, το «Mamma Mia 2» έχει τη μαγεία της αυτογνωσίας κι επενδύει σ' αυτή. Στηρίζεται στην ποπ οικουμενικότητα των ABBA, σημείο αναφοράς για τουλάχιστον δυο, αν όχι και τρεις γενιές και πάνω της χτίζει στιγμές αξέχαστες. Οπως τη συμμετοχή της Σερ, που «γέννησε» αυτή τη μουσική και τώρα την ερμηνεύει, τραγουδώντας το «Fernando» στον μελαγχολικό ερωτύλο Αντι Γκαρσία. Οπως το ντουέτο της με τη Μέριλ Στριπ, δυο ινδάλματα σ' ένα μικρόφωνο, να τραγουδούν μελωδικά, 35 χρόνια μετά την πρώτη τους κινηματογραφική συνάντηση στην «Κάρεν Σίλκγουντ», σε μια άλλη εποχή, ένα άλλο σύμπαν. Οπως τους σούπερ σταρ και πρότυπα ώριμης ανδρικής γοητείας, τους Φερθ-Μπρόσναν-Σκάρσγκαρντ, που αφήνονται, χωρίς χορογραφία, με τα πουκάμισα ανοιχτά ως το αφαλό, να χοροπηδούν στο άκουσμα του «Mamma Mia», ή το πλήθος που ενώνεται στο «Dancing Queen», σ' αυτό το τραγούδι που, όσες φορές κι αν το ακούσεις, όπου κι αν βρίσκεσαι, δεν μπορείς να συγκρατήσεις τη φωνή και τα πόδια σου.
Και, ταυτόχρονα, είναι μια ταινία που, χωρίς ίχνος κυνισμού, δοξάζει τις σχέσης μιας μαμάς και μιας κόρης, κάθε μαμάς και κάθε κόρης, ολόκληρων γενιών από γυναίκες που έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν.
Το «Mamma Mia 2» είναι αυτό που περιμέναμε: η ταινία που θα φέρει τον κόσμο στις αίθουσες για να ξεσκάσει και, επί τη ευκαιρία, θα του γεμίσει τα μάτια καλοκαίρι, θα τον κάνει να ψιλοτραγουδήσει και να χορέψει καθιστός, να διασκεδάσει ως το τέλος και να βουρκώσει άθελά του. Κι είναι κι αυτό που δεν περιμέναμε, μια ταινία γενναιόδωρη στη χαρά της, μια αφορμή να νιώσεις, έστω «δανεικά», την ανεμελιά του καλοκαιριού. Ωστε να σου έρθει, μετά από ένα δύσκολο χειμώνα διαρκείας, η όρεξη ν' αγκαλιάσεις αυτούς που αγαπάς, να μεθύσεις λίγο, να πεις καλές διακοπές και, γενικώς, σε όλους και σε όλες και για όλα, thank you for the music.