Καθώς η υφήλιος στρέφεται κατά του agism, του ρατσισμού βάσει της ηλικίας, ο Τομά Ζιλού (της φήμης του «La Vérité si je mens» που χρόνια έχει να δικαιώσει) βρίσκει έμπνευση να τον αποδώσει κινηματογραφικά. Και γρήγορα τη χάνει.
Ο Μιλάν είναι ένας τριαντάρης ασυνείδητος σλάκερ. Εχει μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο κι εξακολουθεί να ζει με τον «αδελφό» του από το ίδρυμα: κατά βάση ζει στον καναπέ και παίζει διαρκώς πλεϊστέισον. Μισεί τους γέρους (ο λόγος εξηγείται - συγκλονιστικά ανεπαρκώς - στην πορεία της ιστορίας), γι' αυτό και με ελάχιστη αφορμή βρίζει μια ηλικιωμένη πελάτη στο σούπερ μάρκετ όπου δουλεύει ως ταμίας. Αποτέλεσμα, υποχρεωτικά 300 ώρες εθελοντικής εργασίας σε οίκο ευγηρίας. Ο Μιλάν θα φρικάρει, προοδευτικά όμως όχι μόνο θα βρει αφορμές να συμπαθήσει την παρέα της τρίτης ηλικίας, αλλά και θα τους εκπροσωπήσει ενάντια στη διεύθυνση που τους εκμεταλλεύεται.
Τολμηρή η ιδέα μιας κωμωδίας που να σατιρίζει αλλά να μην προσβάλει τους ηλικιωμένους. Ο Ζιλού την έχει, μεν, αλλά την εκτελεί με τον πιο προβλέψιμο τρόπο και τις χαμηλότερες προσδοκίες. «Ξεπετώντας» το δίδαγμα στην αρχή, με ένα μίνι-μονόλογο μιας νοσοκόμας, του τύπου «όλοι εδώ θα καταλήξουμε», στη συνέχεια η ταινία παρακολουθεί έναν ήρωα που ποτέ δεν σε κερδίζει κι ένα μπουκέτο «θαμώνων» που κυρίως λένε ακατανόητα, επαναλαμβάνουν τα ίδια μη-αστεία και λερώνουν τα σεντόνια τους. Η απεικόνιση του γκέι υπαλλήλου του ιδρύματος είναι χειρότερη από τον Φίφη του Παράβα, ενώ το τελευταίο μέρος, η σεκάνς της «δράσης», απογειώνει την ανοησία.