Κάπου ανάμεσα στον νεορεαλισμό του Βιτόριο Ντε Σίκα και την ποίηση του Γιασουζίρο Όζου μοιάζει να ζει και να αναπνέει αυτή η λιγότερο διάσημη - αν και κριτικά στο ίδιο βάθρο με τις περισσότερος γνωστές του - ταινία του Σατιαζίτ Ρεί, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Καλκούτα, σχίσμα στην μεταπολεμική Ινδία των παραδόσεων, της ταξικής πάλης και των έμφυλων ταυτοτήτων, μελόδραμα με αντίκτυπο κοινωνικό ή τελικά πιο πολύ κι από αυτό ένα φρέσκο (όχι μόνο μελό, όχι μόνο δράμα…) μιας ολόκληρης κοινωνίας ακριβώς πάνω στη μεγάλη στιγμή της αλλαγής της.

Στην πραγματικότητα, η Μεγάλη Πόλη» θα ήταν η δεύτερη μεγάλου ταινία του Σατιαζίτ Ρεί μετά το «Πάθερ Παντσάλι», αλλά κατάληξε να γίνει η δέκατη του και η πρώτη «αστική», αποτύπωμα της μεγάλης αλλαγής που έλαβε χώρα στην Ινδία της δεκαετίας του ’50. Βασισμένο πάνω σε δύο διηγήματα του Ναρενττράναθ Μίτρα (την «Πτώση του 1949 και την «Επιθυμία» του 1954), η «Μεγάλη Πόλη» αφηγείται την ιστορία του τραπεζικού υπαλλήλου Σουμπράτα, της συζύγου του, Αράτι και του πεντάχρονου γιου της, Πίντου, οι οποίοι ζουν, μαζί με την αδερφή του Σουμπράτα και τους γονείς του. Μπροστά στις οικονομικές δυσκολίες, η Αράτι θα αποφασίσει να αναζητήσει δουλειά, αρχικά γιατί νιώθει πως ο σύζυγος της σηκώνει στους ώμους του την ευθύνη ολόκληρης της οικογένειας, στη συνέχεια επειδή ανήκει σε μια νέα γενιά γυναικών που σπάνε τα δεσμά της παράδοσης και ορίζουν μόνες τους τις τύχες τους.

Το να περιγράψεις τη «Μεγάλη Πόλη» ως ένα φεμινιστικό μανιφέστο, κάτι που για πολλούς θα έμοιαζε «περιοριστικό», αποτελεί μάλλον τιμή για το έργο του Ρεί, αφού η θέση των γυναικών σε μια κοινωνία όπως η ινδική υπήρξε μια από τις πιο θεμελιώδεις θεματικές του - ειδικά όταν το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του υπήρξε μια φωνή σε ανθρώπους που παρέμεναν αόρατοι ή αν όχι αυτό, φυλακισμένοι μέσα στα στερεότυπα μιας κατεξοχήν πατριαρχικής, συντηρητικής κοινωνίας.

Η ιστορία της Αράτι, πρωταγωνίστριας αναμφισβήτητης της ταινίας (όσο κι αν υπάρχουν στιγμές ανθολογίας για όλους τους ήρωες), και κυρίως οι κυκλικές διαδρομές της μέσα σε ένα αχανές αστικό, γραφειοκρατικό, ανδροκρατούμενο περιβάλλον (αυτό της Καλκούτας της δεκαετίας του '60) παραμένει άλλωστε το πιο μεταμοντέρνο κομμάτι μιας ταινίας που μπερδεύει με τη παλαιότητα της, αφού το βλέμμα ενός σύγχρονου θεατή θα την καταδίκαζε σε κάτι ξεπερασμένο, παραβλέποντας πόσο καίριος είναι ο σχολιασμός της σε θέματα έμφυλης ταυτότητας - με ειδική έμφαση στην ίδια την «ενοχική» σχέση της Αράτι με την ανεξαρτησία της - που ακόμη μοιάζουν άλυτα.

Στις «γωνίες» όμως, τα «ανήλιαγα στενά» και τα «αφανή σοκάκια» αυτής της «Μεγάλης Πόλης» κυκλοφορεί ελεύθερη και μια σύγκρουση εν τη γενέσει της που μοιάζει μεγαλύτερη και από αυτή των δύο φύλων ή ακόμη και των τάξεων που δεν θα συναντηθούν ποτέ στο πολύβουο κέντρο της.

- Ακου. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει ξεκινήσει.
- Το ξέρω
- Ξέρεις πόσο θα κρατήσει;
- Πόσο πολύ;
- Μέχρι τη μέρα που θα πάρεις τον πρώτο σου μισθό.

Από τις πρώτες σκηνές, μέχρι αυτές τις πιο μελαγχολικές προς το φινάλε, έξω στο δρόμο ή τελικά «έξω» στη στενή χωροταξία ενός λαϊκού σπιτιού όπου η ταινία κλείνεται σοφά για να σχολιάσει όλα όσα συμβαίνουν «εκτός», το φιλμ του Σατιαζίτ Ρεί κλίνει με έμφαση προς το «Tokyo Story» του Γιασουζίρο Οζου, αφήνοντας το νεορεαλισμό ως στιλ τελικά και λιγότερο ως αφήγηση, να απλωθεί πάνω στην τεκτονική σύγκρουση των γενεών. Ο «Ψυχρός Πόλεμος» σε μία από τις πιο εμβληματικές στιχομυθίες της ταινίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο χώρος που μένει ανάμεσα στους προγόνους που δεν περίμεναν ποτέ να αλλάξει τόσο πολύ ο κόσμος, και σε μια νέα γενιά που ανυπομονεί για ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές.

Εκεί, στον ίδιο αυτό χώρο, ο Σατιαζίτ Ρεί γίνεται και συναισθηματικός και κλισέ, ταυτόχρονα όμως ανοίγει το ευγενικό, πανανθρώπινο σινεμά του σε ένα κοινωνιολογικό σχολιασμό που φλερτάρει με τον ακτιβισμό (γιατί όχι και με την επανάσταση;), σε μια ταινία που τελικά ανήκει ιδανικά στη δεύτερη πιο ώριμη περίοδο του, αφού όχι μόνο ανατέμνει τη σάρκα ενός κόσμου που μοιάζει να συγκρούεται πρωτίστως με τον εαυτό του, αλλά και τις σάρκες ενός ολόκληρου συστήματος που - πεσιμιστικά;- παραμένει κραταιό ακόμη και όταν όλα γύρω του καταρρέουν με θόρυβο.

Οσο η «Μεγάλη Πόλη» ζωντανεύει στα εξωτερικά πλάνα του φιλμ, είναι σε εκείνες τις σκηνές που τη βλέπουμε θολά μέσα από τα κλειστά παράθυρα των γραφείων που φαίνεται διάφανη - εκεί όπου η Αράτι θα χειραφετηθεί ερχόμενη σε σύγκρουση με τον κόσμο όλο. Εκεί όπου το σχόλιο του Ρεί παραμένει διαχρονικά κλασικό. Με τον τρόπο του απαραίτητο.