Αν επικρατεί η εντύπωση ότι η σύγχρονη εμπορική ελληνική κωμωδία είναι αισθητικά κιτς και σεναριακά τραχιά και συντηρητική, ο «Μαγικός Καθρέφτης» δεν κάνει κάτι για να την ανατρέψει. Κι ας έχει την υπογραφή ενός σκηνοθέτη που έχει, στο παρελθόν, αποδείξει ότι διαθέτει ταλέντο κι ας είναι «η πρώτη ελληνική ταινία 3D».
Το εύρημα της ιστορίας είναι κλασικό και χαριτωμένο. Ενας ταλαίπωρος βιοπαλαιστής, ο Κλεάνθης (ο Μάκης Παπαδημητρίου παγιδευμένος στο στερεότυπο του ρόλου του, χωρίς την ιδιοσυγκρασιακή έμπνευσή του που αγαπάμε), που δουλεύει δυο δουλειές και στο σπίτι ταλαιπωρείται από την πεθερά του που τον κάνει να νιώθει ακόμα πιο loser, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μοναδική ευκαιρία. Ανακαλύπτει έναν μαγικό καθρέφτη που, με τη μορφή του Κώστα Κόκλα, δεσμεύεται να πραγματοποιεί ευχές του, τις οποίες, μάλιστα, ο Κλεάνθης μπορεί και να αναδιαμορφώνει στην πορεία. Ετσι, σε αναζήτηση χρημάτων, δόξας, έρωτα και, γενικότερα, της ευτυχίας, ταξιδεύει σε παράλληλους χρόνους και καταστάσεις, από την αρχαία Ελλάδα πριν τον Τρωικό πόλεμο, ως μια gay σχέση (πιο ομοφοβικά παρουσιασμένη κι απ’ το να γραφόταν το ’80), για να συναντήσει όλους τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του με άλλες ιδιότητες και προσωπικότητες και να συνειδητοποιήσει, παρά τις δοκιμές του, ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας (αλλά όχι απαραίτητα μέσα στην αίθουσα).
Το κεντρικό στοιχείο έλξης της ταινίας, εκτός από το μεγάλο, επώνυμο και φωτογενές καστ της, είναι το γεγονός ότι ο «Μαγικός Καθρέφτης» είναι η πρώτη ελληνική 3D ταινία, «σαν τ’ αμερικάνικα», μόνο που δεν είναι σαν τ’ αμερικάνικα, γιατί μόνο στο μέρος της αρχαίας Ελλάδας, λόγω σκηνικών και μεγαλύτερου συγκεντρωμένου πλήθους λειτουργεί η τρισδιάστατη εικόνα αποτελεσματικά, στα υπόλοιπα δύο τρίτα ξεχνιέται πίσω από τον μαγικό καθρέφτη. Το θεαματικό στοιχείο του φιλμ είναι περισσότερο τα κοστούμια (ποιος θα πει όχι σ’ ένα peplum comedy), ή η διαδοχή των χρονικών περιόδων, παρά η εφαρμογή της τεχνολογίας.
Αν μια κωμωδία, ως είδος, βασίζεται κυρίως στο σενάριό της, εδώ τα πράγματα σκουραίνουν πολύ, με χοντροκομμένους ήρωες και ατάκες, λες και για να είναι το φιλμ εγγυημένα εμπορικό, πρέπει να βυθιστεί στις πιο φτηνιάρικες των λαϊκών απαιτήσεων, χωρίς πνεύμα, χωρίς πρωτοτυπία, μόνο με την ασφάλεια της μπαναλιτέ. Κι αυτό μοιάζει ακόμα χειρότερο όταν, με τον Γιώργο Αργυροηλιόπουλο φωτογράφο, η εικόνα της ταινίας (ασχέτως 3D), ξεφεύγει ευχάριστα από τον τηλεοπτικό μέσο όρο αντίστοιχων επιτυχιών, όταν μια ταινία αυτού του budget κι αυτών των προθέσεων έχει επιχορηγηθεί από το ΕΚΚ σε μια από τις πιο πενιχρές περιόδους του κι όταν, τελικά, ξέρουμε ότι ο Χρήστος Δήμας για άλλα είναι φτιαγμένος κι άλλα φτιάχνει.