Η Μάγκι νιώθει έτοιμη να κάνει παιδί. Ισως επειδή έχει πλέον πια πειστεί πως δεν μπορεί να κρατήσει μια σχέση πάνω από έξι μήνες, αποφασίζει να το κάνει με το... σπέρμα ενός φίλου της από το κολέγιο. Την ίδια όμως ημέρα που αυτός φέρνει το υλικό στο σπίτι της για να τοποθετηθεί σύμφωνα με το ημερολόγιο της ωορρηξία της, θα κάνει σεξ και με τον Τζον, ένα συναδελφό της καθηγητή στο Πανεπιστήμιο που την έχει συναρπάσει και ο οποίος είναι αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη σύζυγο του και τα δυο του παιδιά για να μείνει μαζί της.
Fast forward τρία χρόνια μετά, η Μάγκι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη από τη ζωή της, ο Τζον προσπαθεί - άδοξα - να γράψει το βιβλίο του διατηρώντας μια αρρωστημένη σχέση με την πρώτη συζυγό του και το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να επανέλθουν όλα όπως ήταν πριν. Η Μάγκι είναι έτοιμη να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο, όπως κάνει με τα πάντα στη σχεδιασμένη από το ά ως το ω ζωή της, μόνο που η αποτυχία έχει τον τελευταίο λόγο.
To ότι η Ρεμπέκα Μίλερ μπορεί να εξασφαλίσει ένα υπέροχο πρωταγωνιστικό τρίο - την Γκρέτα Γκέργουικ, τον Ιθαν Χοκ και την Τζούλιαν Μουρ - και να «πειράξει» μια συμβατική κομεντί μετατρέποντάς την σε ένα άλλοτε ελαφρύ, άλλοτε μελαγχολικό, γενικώς διασκεδαστικό δοκίμιο για το τι σημαίνει να αναζητάς την ευτυχία σε λάθος μέρη, είναι κάτι που το ξέραμε. Οπως επίσης γνωρίζαμε καλά πως σε όλα τα χρόνια της καριέρας της κάνει ακριβώς το ίδιο με μέτρια και για να μην είμαστε πολύ αυστηροί άνισα αποτελέσματα, παραδίδοντας από συμπαθητικές («The Ballad of Jack and Rose») μέχρι αδιάφορες ταινίες («The Private Lives of Pippa Lee») για σημερινούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να παίζουν σε μια ταινία του Γούντι Αλεν - αν μπορούσαν να σκηνοθετηθούν από αυτόν.
Βασισμένο σε ένα ανέκδοτο βιβλίο της Κάρεν Ρινάλντι, το «Maggie's Plan» επαναφέρει πάλι στο προσκήνιο τον νευρωτικό (ακαδημαϊκό) Νεοϋορκέζο και του δίνει έξτρα πειραγμένες ατάκες και έξτρα άβολες σκηνές, θέλοντας έτσι να μην κατηγορηθεί για μια ακόμη υστερική «γυναικεία» ταινία και να αγγίξει και ένα πιο νεανικό κοινό που αγαπάει παράφορα την Γκρέτα Γκέργουικ από τις συνεργασίες της με τον Νόα Μπόμπακ και κυρίως το «Frances Ha». Και, ναι, ευτυχώς που η Γκρέτα Γκέργουικ διατηρεί μέχρι και το τέλος αυτήν την αφοπλιστική αθωότητα που κάνει την κατά βάση αντιπαθητική ηρωίδα της συμπαθητική, αντίβαρο στον Ιθαν Χοκ που παίζει ξανά και ξανά τον ίδιο ρόλο του ανώριμου άνδρα που βασίζεται στις γυναίκες και στην Τζούλιαν Μουρ που διασκεδάζει (μόνο η ίδια) μέσα σε μία φιγούρα μιας εκκεντρικής με βόρεια ευρωπαϊκή προφορά ανθρωπολόγου.
Καμία πραγματικά αστεία σκηνή - εκτός αν θεωρείτε ξεκαρδιστικό το γεγονός πως η ηρωίδα προσπαθεί να περπατήσει ανάσκελα γιατί έχει μόλις κάνει ένεση το σπέρμα του δότη της, κανένα πνεύμα που να δικαιολογεί την επιλογή των καλλιτεχνών που αποτελούν το τρίο της ταινίας - ακόμη και όταν υποτίθεται ότι τους κρίνει, καμία συμπάθεια για τους ήρωες - οι οποίοι μοιάζουν «γραμμένοι» και όχι αληθινά κινηματογραφικοί και κυρίως μια τόσο μεγάλη αγωνία να μην είναι η ταινία «φεμινιστική», αλλά ούτε και «μισανδρική», ούτε «politically correct», αλλά ούτε και πολύ «ακραία» - για να καταλήξει να μην είναι τελικά τίποτα και σίγουρα κάτι που το έχεις ξαναδεί (στα 90s) και πολύ μα πολύ καλύτερο.
Μια ακόμη επιβεβαίωση πως δεν αρκούν νευρωτικοί ήρωες και το Central Park για να είσαι ο Γούντι Αλεν και σίγουρα όχι μια Γκρέτα Γκέργουικ για να τελειώνουν όλες οι ταινίες με ένα «ha».