Η πρώτη από τις κινηματογραφικές διασκευές του Ορσον Γουέλς πάνω σε έργα του Σαίξπηρ φέρνουν τον δημιουργό του «Πολίτη Κέιν» αντιμέτωπο με την κατάρα του «Μάκβεθ». Αδημονώντας όπως τόσοι και τόσοι άλλοι κινηματογραφιστές να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το έργο που ο ίδιος είχε ανεβάσει και στη θεατρική σκηνή, το 1936, ο Γουέλς υπέκυψε στην απαίτηση των Republic Studios να γυρίσει την ταινία στα φτηνά σκηνικά που χρησιμοποιούσαν για τα β’ διαλογής γουέστερν τους, μέσα σε μόλις 23 μέρες, κι έχοντας αποτύχει να εξασφαλίσει αρκετούς από τους ηθοποιούς που αποτελούσαν την αρχική του επιλογή για τους βασικούς ρόλους.

Παρ’ όλους τους περιορισμούς, τις συχνά άνισες ερμηνείες και το ανεπαρκές μπάτζετ, η διαβόητη τελειομανία και η αστείρευτη ευρηματικότητά του υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό αρκετές για να ξεπεράσει τα εμπόδια, μεταφέροντας την τραγική ιστορία της ανόδου και της πτώσης του Σκωτσέζου πολεμιστή του 11ου αιώνα που καταφέρνει με αθέμιτους κι αιματηρούς τρόπους να σφετεριστεί τον θρόνο, παρασυρμένος από την προφητεία τριών μαγισσών και την αδίστακτη σύζυγό του, σχεδόν σαν μια σκοτεινή αναλογία της δικής του μεγαλομανίας.

Προσεγγίζοντας με τολμηρή ελευθερία το πρωτότυπο, κάτι που εξόργισε αρκετούς κριτικούς της εποχής, ο Γουέλς αφαίρεσε πολυάριθμα τμήματα του έργου, προσθέτοντας παράλληλα τον χαρακτήρα ενός ιερέα που αναλαμβάνει -όχι πάντα επιτυχημένα, είναι αλήθεια- να γεφυρώσει τα αναπόφευκτα χάσματα. Εκούσια ή ακούσια, η απογύμνωση του έργου στα αρχετυπικά του στοιχεία, με εμβόλιμη δική του προσθήκη την αντιπαράθεση μαγείας και χριστιανισμού, αλλά τα συναρπαστικά οπτικά του τεχνάσματα μετατρέπουν σε μια καθαρά αισθητική εμπειρία την κάθοδο του Μάκβεθ στην προσωπική του κόλαση, καθώς παραδίδεται ολοένα και πιο βαθιά στην παραφροσύνη και σε έναν αέναο κύκλο βίας και αίματος που ο ίδιος και η υπέρμετρη φιλοδοξία του έχουν πυροδοτήσει.

Με εξπρεσιονιστικών καταβολών ασπρόμαυρη φωτογραφία που φέρνει στο μυαλό γοτθική ταινία τρόμου και αφαιρετικές σκηνικές επεμβάσεις, αρκετές από αυτές δικού του σχεδιασμού, ο Γουέλς όχι μόνο καταφέρνει να δημιουργήσει μια απόκοσμη κι επιβλητική ατμόσφαιρα, αλλά και να ανασυνθέσει την εφιαλτική αίσθηση ενός σχεδόν πρωτόγονου κόσμου πρωτοφανούς βαρβαρότητας.