Ο Φρεντ Φλάρσκι, δημοσιογράφος προοδευτικών αντιλήψεων σε μια εφημερίδα του Μπρούκλιν, παραιτείται όταν μαθαίνει πως το έντυπο αγοράστηκε από έναν δεξιό μεγαλοεπιχειρηματία. Η Σάρλοτ Φλιν, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ με προϋπηρεσία στον περιβαλλοντικό ακτιβισμό, ετοιμάζεται να βάλει υποψηφιότητα για πλανητάρχης, όταν ο Πρόεδρος, πρώην σταρ της τηλεόρασης που φιλοδοξεί να περάσει στο σινεμά, της ανακοινώνει πως δε θα επιδιώξει ανανέωση της θητείας του.
Ο Φρεντ είναι ασχημούλης, αδέξιος και ψιλοσπασίκλας, η Σάρλοτ όμορφη, εκλεπτυσμένη και γοητευτική. Οι δυο τους συναντώνται σε ένα χλιδάτο πάρτι. Σωστότερα, ξανασυναντώνται: μια 25ετία πριν, η κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη Σάρλοτ έκανε μπέιμπι σίτινγκ στον 13χρονο Φρεντ, ο οποίος την ερωτεύτηκε σφόδρα εκείνο το βράδυ, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε το ρεζιλίκι της ανεξέλεγκτης… στύσης του.
Η κουβέντα αναζωπυρώνει το αμοιβαίο ενδιαφέρον. Που για τον Φρεντ κρύβει πόθο, για την δε Σάρλοτ μια κάποια έλξη. Ο Φρεντ είναι έξυπνος, αστείος και δε μασάει τα λόγια του, χώρια που γράφει μαχητικά. Ο κατάλληλος άνθρωπος για τις προεκλογικές ομιλίες που ετοιμάζει η Σάρλοτ για την περιβαλλοντικού περιεχομένου περιοδεία της, κι ας διαφωνεί το δίδυμο των βοηθών της, που θα ήθελαν να φροντίζουν οι ίδιοι για τους λόγους της κι όχι κάποιος loser.
Εννοείται πως οι δυο τους θα τα (τη) βρουν και επαγγελματικά και ερωτικά. Κόντρα στους κακόπιστους συμβούλους, στη δημόσια εικόνα, στα επιβεβλημένα προξενιά, στα οικονομικά συμφέροντα, στους πολιτικούς εκβιασμούς. Κόντρα στην αντίδραση, γενικώς. Και εντελώς αορίστως, μιας και οι παρατάξεις ποτέ δεν ονοματίζονται σε τούτο το σύμπαν των καρικατούρων και της δήθεν σάτιρας, πλην της περίπτωσης του κολλητού φίλου του Φρεντ, που του ανακοινώνει ξαφνικά πως είναι ρεπουμπλικάνος και χριστιανός. Ρεπουμπλικάνος ΚΑΙ χριστιανός; Και γιατί όχι κάτι άλλο και χριστιανός; Ή χριστιανός σκέτα-νέτα;
Η ταινία του Τζόναθαν Λεβάιν («50/50») βρίθει τέτοιων υπεραπλουστευμένων αναγωγών και χονδροειδών σχηματοποιήσεων, τόσο που από ένα σημείο κι έπειτα είναι αδιάφορο αν όσα παρακολουθούμε τελούνται σε υπουργικά γραφεία και σάλες δεξιώσεων ή στην εμποροπανήγυρη της γειτονιάς. Από την εκ του ασφαλούς τακτική του ‘θέλω να προσβάλλω όλους και κανέναν’ δεν προέκυψε ποτέ καμία πολιτική θέση.
Θα πει κανείς, κωμωδία είναι ρε αδελφέ, δέξου τη σύμβαση και προχώρα. Κι άντε καλά, να δεχθούμε το εξωφρενικό σενάριο, την καρικατούρα του Τραμπ, την εμπρόθετα αδιαφανή ιδεολογία, ακόμα και ότι κάποια σαν τη Σαρλίζ Θέρον θα μπορούσε ποτέ να καταλήξει με κάποιον σαν τον Σεθ Ρόγκεν (πετυχημένη ομολογουμένως η κωμική χημεία τους –και μόνο). Εστω κι έτσι, δε θα πρέπει να γελάσουμε; Να διασκεδάσουμε μ’ αυτά, μήπως ξεχάσουμε τ’ άλλα; Με το σλάπστικ να αρκείται σε βάναυσα γκρεμοτσακίσματα, το σπερματολογικό χιούμορ να συναγωνίζεται ατυχέστατα εκείνο των Φαρέλι και τις εξυπνάδες να συνοδεύονται από ολότελα άκυρες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, απλά αδύνατον.