Οταν πρωτοσυναντάμε την Αμίνα, λυγίζει σίδερα. Αυτή είναι η δουλειά της. Αφαιρεί από τα τεράστια λάστιχα των φορτηγών το εσωτερικό μέταλλο και το σμιλεύει σε καλάθια, που μετέπειτα πουλάει στους δρόμους. Ετσι μεγάλωσε την έφηβη πλέον κόρη της. Ετσι επιβίωσε από τη στιγμή που η οικογένειά της την αποκήρυξε και την έδιωξε - όταν έμεινε έγκυος από τον άντρα που αγαπούσε, τον άντρα που την παράτησε. Από τότε η Αμίνα λυγίζει σίδερα. Δεν δέχεται την πρόταση γάμου του πολύ μεγαλύτερού της γείτονα, που δεν χάνει ευκαιρία να της θυμίσει ότι χρειάζεται ένα αρσενικό να την προστατεύει και να της βγάλει την ρετσινιά της «εύκολης» γυναίκας, της ανύπαντρης μητέρας. Αλλά η Αμίνα δεν λυγίζει, λυγίζει σίδερα. Ζει για την κόρη της. Μόνο που η κόρη μοιάζει ότι ακολουθεί την μοίρα της μητέρας της: μένει έγκυος στα 15 της χρόνια. Το κορίτσι θέλει να κάνει έκτρωση, κάτι κοινωνικά και θρησκευτικά απαγορευμένο στη χώρα τους. Τι θα επικρατήσει; Ο δεσμός μητέρας-κόρης, ή οι θρησκευτικοί δεσμοί που θέλουν τις γυναίκες για πάντα υποδεέστερες, για πάντα εξαρτημένες;

Δεν βλέπουμε συχνά σινεμά από το Τσαντ, αλλά ο βραβευμένος σκηνοθέτης Μουχαμάτ-Σαλέχ Χαρούν («Η Κραυγή Ενός Ανθρώπου», 2010) αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση. Με θεματικές που μόνιμα αγγίζουν τα κοινωνικοπολιτικά θέματα της χώρας του (οικονομική κρίση, εμφύλιος, η θέση της γυναίκας στην ισλαμική κοινωνία), αλλά το φακό του να κλέβει στιγμές λυρισμού και κινηματογραφικής ομορφιάς, ο Χαρούν περιηγεί τον δυτικό θεατή σε άγνωστους τόπους - και δεν εννοούμε γεωγραφικούς . Αλλά κοινωνικής ενσυναίσθησης: στον 21ο αιώνα υπάρχουν ακόμα γυναίκες που δεν μπορούν να έχουν έλεγχο στο σώμα, τη μοίρα, τη μόρφωση ή την κλειτορίδα τους. Από 10χρονα κοριτσάκια τις ακρωτηριάζουν τα βάρβαρα θρησκευτικά έθιμα αντρών που ακόμα και τον οργασμό τον θεωρούν μονοπώλιο.

Σε μία εξαιρετική σκηνή, το κορίτσι πέφτει στο ποτάμι να αυτοκτονήσει και τη σώζουν μία ομάδα αντρών. Οταν συνέρχεται κι ανοίγει τα μάτια της, τούς βλέπει να σκύβουν από πάνω της ημίγυμνοι, ασθμένοντας από την προσπάθεια και εκείνη φρικάρει. Η εικόνα ενός γυμνού άντρα που βαριανασαίνει πάνω από το κορμί της είναι συνώνυμη με τη βία, τον τρόμο, τη ντροπή. Κι ακόμα κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει άδικο, ένα κορίτσι έχει εκπαιδευτεί να επιβιώνει θεωρώντας τον άντρα βιαστή. Το βλέμμα του Χαρούν θα συλλάβει το αντρικό βλέμμα σε πολλές κλεμμένες στιγμές της ταινίας: όταν οι γυναίκες προχωρούν στο δρόμο, φορτωμένες τα καλάθια τους, ή όταν περνούν έξω από ένα τέμενος και οι προσκυνητές βρίσκουν το χρόνο ανάμεσα στις προσευχές να στρίψουν τα κεφάλια τους ακολουθώντας τους γοφούς τους. Ο ίδιος ο ιμάμης άλλωστε έχει πολλές φορές απαιτήσει να μάθει «τι βαραίνει την καρδιά της Αμίνα», όχι φυσικά για να την ανακουφίσει, αλλά για να την ελέγχξει.

Αν κάτι τραυματίζει τις εξαιρετικές ανθρωποκεντρικές προθέσεις του Χαρούν και την αριστοτεχνική σκηνοθεσία του είναι μία μονοκόμματη, άσπρο/μαύρο προβολή των θεματικών του. Νιώθεις ότι σε παίρνει από το χέρι, γιατί δεν σε εμπιστεύεται να καταλάβεις ότι τα γυναικεία δικαιώματα έχουν βαθιές ταξικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές διακυμάνσεις. Υπάρχουν στιγμές υπερβολής που φλερτάρουν με τη συγκατάβαση, τον διδακτισμό, αλλά οφείλεις να τις παραβλέψεις μπροστά στην τρυφερότητα και το σεβασμό που πλησιάζει τις ηρωίδες του.

Η μεγαλύτερη πολιτική απόφαση του Χαρούν είναι να μη λήξει την ταινία τραγικά, όπως έχουμε συνηθίσει, αλλά να αφήσει το φως και την ελπίδα να τρυπώσουν στις λασπωμένες παράγκες του Τσαντ. Οι δεσμοί γυναικών θα σπάσουν τα όρια της οικογένειας, θα συνασπιστούν στις γειτονιές, τις κοινότητες, θα αλληλοβοηθηθούν, θα κάνουν την επανάστασή τους και θα γλιτώσουν την επόμενη γενιά.

Τουλάχιστον στο σινεμά, που πάντα ήταν πολύ πιο δίκαιο από τη ζωή.