Είναι συγκινητικό πριν ακόμη το δεις. Ο Πάολο Ταβιάνι, μετά το θάνατο του αδερφού του, Βιτόριο, το 2018, κάνει μια ακόμη ταινία. Μόνος του. Και εμπνέεται από τον Λουίτζι Πιραντέλο, αυτόν που κάποτε έγινε συνώνυμο του έργου τους, με το αριστουργηματικό «Χάος» του 1984, την πεντάδα των ιστοριών που τα δύο αδέλφια ενσωμάτωσαν μέσα στο κοσμικό κινηματογραφικό τους σύμπαν με τον πιο μαγικό τρόπο, σαν αυτές να ήταν πάντα εκεί.

Το «Αντίο Λεονόρα» μιλάει για το θάνατο. Και τη μοίρα. Αυτή που προσπαθείς πάντα να ελέγξεις. Και αυτή που πάντα σου ξεγλιστράει από τα χέρια.

Τα δύο θέματα που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο απασχόλησαν τη φιλμογραφία των Ταβιάνι γίνονται εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένα αποχαιρετιστήριο φιλί του Πάολο προς τον Βιτόριο, αλλά τελικά και των δύο στο ίδιο το σινεμά. Σε μια ταινία που στοιχειώνεται από φέρετρα, ανθρώπινες στάχτες, αποτρόπαιους φόνους και νεκροταφεία, είναι ωστόσο κάτι περισσότερο από σπαρακτικό πως το «Αντίο Λεονόρα» είναι μια ανάλαφρη ταινία για τη ζωή.

Χωρισμένη σε δύο ανόμοια και άνισα μέρη, η ταινία που (για να ενισχυθεί το παιχνίδι με την παραδοξότητα συνεχίζει να φέρει τον τίτλο μιας ιστορίας του Πιραντέλο που θα γυριζόταν αλλά τελικά δεν μπήκε στην ταινία) ξεκινάει ασπρόμαυρα και συνεχίζει έγχρωμα, σε μια οργανική δική της σύνθεση που, υπό συνθήκες θα μπορούσε να είναι αριστουργηματική.

Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τις περιπέτειες της τέφρας του Λουίτζι Πιραντέλο. Η αληθινή ιστορία ήθελε τον Ιταλό νομπελίστα να ζητάει την καύση του και τη μεταφορά της τέφρας του στο Ακριτζέντο της Σικελιάς όπου και γεννήθηκε. Εν έτει 1936 τίποτα από αυτά δεν ήταν ακριβώς εύκολο, αφού από τον Μουσολίνι μέχρι τους ιερείς που δεν θα τολμούσαν ποτέ να… διαβάσουν έναν αμφορέα, το «ταξίδι» του Πιραντέλο γίνεται στα χέρια του Πάολο Ταβιάνι μια ιστορία από αυτές που αξίζει να αφηγηθείς στις γενιές που ακολουθούν. Με χιούμορ, λεπτή ειρωνία, αποφυγή του μεγάλου σκοπέλου της υιοθέτησης του φασισμού από τον Πιραντέλο και της στενής του σχέσης με τον Μουσολίνι, ο Ταβιάνι επικεντρώνεται στα ευτράπελα της διαδρομής της τέφρας και στις μικρές παράδοξες ιστορίες που διαδραματίζονται γύρω και πάνω από αυτήν.

Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας, μέσα στο τρένο που μεταφέρεται η τέφρα, ένα ζευγάρι θα κάνει έρωτα, με τον Πάολο Ταβιάνι να κλέβει όγκους μαγικού ρεαλισμού από την μεγάλη βιβλιοθήκη του ένδοξου παρελθόντος του καθώς τα γυμνά στήθη μιας κοπέλας αντιστρέφουν ιστορικά δεδομένα, κατεστημένες έννοιες ζωής και θανάτου, την ποίηση που όλοι νόμιζαν ότι βρίσκεται μόνο στα χαρτιά των συγγραφέων και στα βραβεία των Ακαδημιών. Εκεί θα ακουστεί και ένα πιάνο και ένα τραγούδι που θα ψιθυριστεί, στο κομμάτι της ταινίας που συνοψίζει με σοφία ζωής και τέχνης μια ολόκληρη εποχή.

Οταν στο δεύτερο μέρος, το παιχνιδιάρικο ασπρόμαυρο αλλάζει σε μια έγχρωμη ζεστή παλέτα από χρώματα για την εικονογράφηση του τελευταίου διηγήματος του Λουίτζι Πιραντέλο με τον τίτλο «Το Καρφί» και φόντο μια ιταλική οικογένεια στο Μπρούκλιν, οι προθέσεις του Πάολο Ταβιάνι μοιάζουν αδιευκρίνιστες. Σαν όλο αυτό που βλέπουμε να είναι κομμάτια μιας μεγαλύτερης ταινίας αφιερωμένης στον Λουίτζι Πιραντέλο. Σαν να παίζουμε και οι ίδιοι σε μια ταινία που συνεχίζεται εσαεί, σαν ψηφιδωτό αναφορών, επιρροών - επικαίρων και ταινιών που ταξιδεύουν μαζί μας σε όλη την ταινία.

Καθώς η μεγάλη εικόνα μικραίνει και το δεύτερο αυτό μέρος δεν φέρει σχεδόν τίποτα από τη μαεστρία του πρώτου, το «Λεονόρα Αντίο» μένει μισό, πιστό στον αποχαιρετισμό του προς τον Βιτόριο (ειδικά στο φινάλε), αλλά και προς ένα σινεμά που δεν φέρει πλέον τη δύναμη, όχι του μακρινού παρελθόντος αλλά ούτε του αριστουργηματικού «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» του 2012. Εκείνη η τελευταία μεγάλη στιγμή των αδερφών Ταβιάνι παραμένει η μεγάλη παρακαταθήκη τους για το νέο αιώνα. Εδώ ας μείνουμε με ένα ψήγμα αυτού που κάποτε ήταν και παραμένει συγκινητικά ζωντανό.