[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]
Η Κέιτ δουλεύει ως «ξωτικό» σε ένα μαγαζί με χριστουγεννιάτικα στολίδια που είναι ανοιχτό όλο το χρόνο. Θα ήθελε να είναι ποπ σταρ, όπως φανταζόταν και η ίδια όταν μεγάλωνε στο Λονδίνο μαζί με την οικογένειά της που έφτασε στη «Γη της Επαγγελίας» από την διχοτομημένη Γιουγκοσλαβία. Εγωίστρια, απρόσεκτη, εριστική και αδιάφορη για όλους και για όλα στη ζωή της, θα αρχίσει να βλέπει τον κόσμο διαφορετικα όταν θα συναντήσει τυχαία τον Τομ, έναν άνδρα που θα έρχεται και θα φεύγει στη ζωή της, διδάσκοντάς της μερικές από τις πιο σημαντικές ανθρώπινες αλήθειες.
Με κυνική διάθεση απέναντι στο πνεύμα των Χριστουγέννων (που φυσικά πάντα θριαμβεύει ακόμη κι όταν η ταινία είναι το «Bad Santa») και έντονο κοινωνικό πρόσημο (βρισκόμαστε στην Αγγλία του Brexit), το «Last Christmas» είναι περίπου η ρομαντική κομεντί που (δεν) φαντάζεσαι, πιο κοντά σε μια γλυκανάλατη ταινία του καναλιού Lifetime ή της εμμονικής με τα Χριστούγεννα παραγωγής του Hallmark Channel για straight to tv κατανάλωση μαζί με κουβερτούλα και ζεστό ποπ-κορν δίπλα στο τζάκι.
Κι όμως, τα υλικά του «Last Christmas» είναι ξεχωριστά. Διαθέτει μια χαρισματική πρωταγωνίστρια στο πρόσωπο της Εμίλια Κλαρκ, η οποία ακόμη κι όταν αντιλαμβάνεσαι πως είναι miscast δεν παύεις να την χαζεύεις να προσπαθεί να δώσει χιούμορ και ειλικρινή αυτοσαρκασμό στην ηρωίδα της. Διαθέτει το χριστουγεννιάτικο Λονδίνο που - μέσα από ένα εύρημα που αναγκάζει τους ήρωες να κοιτούν ψηλά - αναδεικνύεται ως η πόλη που ξέρει ακριβώς τι σημαίνει χριστουγεννιάτικο πνεύμα, μέσα και κυρίως έξω από τις βιτρίνες των μαγαζιών. Διαθέτει και την Εμα Τόμσον, που εκτελεί χρέη παραγωγού, σεναριογράφου και πρωταγωνίστριας - γνώστρια της κωμωδίας, της ρομαντικής κομεντί, της λονδρέζικης παράδοσης των feelgood ταινιών που όταν είναι καλές ρίχνουν κεφάλι στις «αμερικανιές».
Διαθέτει φυσικά και τον Τζορτζ Μάικλ που κατά την Εμα Τόμσον είχε δώσει την ευλογία του για να γίνει αυτή η ταινία. Από το «Last Christmas» μέχρι και το ακυκλοφόρητο μέχρι πρότινος «This Is How (We Want You To Get High)» (που ακούγεται στους τίτλους τέλους), το φιλμ του Πολ Φέιγκ («Φιλενάδες», «Spy», «Ghostbusters») χρησιμοποιεί το songbook του Τζορτζ Μάικλ (και αυτό των Wham!) για να ντύσει τις περισσότερες σκηνές του, φέρνοντας μνήμες από μια περασμένη εφηβεία και την πρόσφατη απώλειά του που χρωματίζει αλλιώς και για πάντα τα τραγούδια του.
Αν όλα τα παραπάνω λειτουργούν λάθος, φταίει το γεγονός πως το σενάριο είναι τόσο ισχνό που σε κάθε σκηνή της ταινίας βλέπεις από πίσω την αφέλεια με την οποία έχει γραφτεί κι εκτελεστεί. Το κεντρικό twist της ταινίας είναι (εκτός από απόλυτα προβλέψιμο), σχεδόν γκροτέσκο. Τα τραγούδια του Τζορτζ Μάικλ δεν ξεχωρίζουν παρά μόνο επειδή είναι υπέροχα κι όχι επειδή ο Πολ Φέιγκ ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει οργανικά μέσα στην αφήγηση. Οι ήρωες είναι αδιάφοροι, γραφικοί και παρά τις προθέσεις, όσο πιο ασφυκτικά κοντά στο diversity τόσο πιο μακριά από το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Και ενώ η ώρα περνά, τα κλισέ γιγαντώνονται και παρά τις προσδοκίες δεν υπάρχει κάποια μεγάλη σκηνή που θα απογείωνε (έστω και μελοδραματικά) το όλο υπόσχεση ρομάντζο, η προσπάθεια αυτή η ταινία να είναι επιπλέον κι ένα μανιφέστο γύρω από την αλληλεγγύη και την ενότητα, κόντρα στις διχαστικές κορώνες της εποχής του Brexit, σε αναγκάζει να σιγουτραγουδήσεις όλο νόημα «Maybe next year I'll give it to someone, I'll give it to someone special».