Ενώ όλοι γνωρίζουν πλέον τους aμερικάνικους υπερήρωες, όπως τον Σπάιντερ-Μαν και τον Μπάτμαν, είναι ενδιαφέρον όταν άλλες χώρες παρουσιάζουν τη δική τους εκδοχή πάνω στην ίδια ιδέα. Η Γαλλία έχει αναδειχθεί ανάμεσα στις υπόλοιπες τα τελευταία οκτώ χρόνια, με την τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων «Μιράκιουλους Λέιντι Μπαγκ», που προσφέρει μια νέα υπερηρωίδα για τα κορίτσια, να έχει γίνει αναπάντεχο παγκόσμιο φαινόμενο, έχοντας γοητεύσει μικρούς και μεγάλους.

Με την πέμπτη σεζόν να κυκλοφορεί τώρα, και τη σειρά να έχει ανανεωθεί για τουλάχιστον ακόμα τρεις, οι δημιουργοί αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη, δημιουργώντας μια οπτικά εντυπωσιακή εμπειρία για μικρούς και μεγάλους, αλλά σεναριακά περισσότερο για τους μικρούς.

Η ταινία αποτελεί μια συμπυκνωμένη μεταφορά της ιστορίας της σειράς από την αρχή, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται πολλή εξοικείωση με τη σειρά από πριν. Ακολουθεί την Παριζιάνα έφηβη Μαρινέτ, μια συνεσταλμένη και αδέξια κοπελίτσα η οποία, μέσω ενός μαγικού σετ σκουλαρικιών, καταλήγει να μεταμορφώνεται στην Μιράκιουλους Λέιντι Μπαγκ, μια υπερηρωίδα-πασχαλίτσα με ένα μαγικό γιο-γιο πολλών χρήσεων. Μαθαίνει από ένα πλασματάκι-φύλακά της ότι είναι η μοίρα της να προστατέψει το Παρίσι από τέρατα και κακούς, που δημιουργούνται από τη δύναμη ενός παρόμοιου φυλαχτού με το δικό της, και βρίσκεται στα χέρια του διαβολικού Χοκ Μοθ. Παράλληλα, έρχεται σε επαφή με τον Κατ Νουάρ, έναν υπερήρωα-γάτα με το ίδιο καθήκον με αυτή, ο οποίος είναι παράλληλα και ο Αντριαν, ένας μοναχικός συμμαθητής της. Οι δύο νέοι, τόσο ως οι εαυτοί τους όσο και ως τα υπερηρωικά alter ego τους, έρχονται ολοένα και πιο κοντά, χωρίς όμως να ξέρουν ο ένας την ταυτότητα του άλλου.

Η ταινία προσφέρει μια ενδιαφέρουσα, φρέσκια οπτική στις υπερηρωικές ιστορίες. Αν και διαθέτει αρκετά από τα κλασικά στοιχεία τους, όπως δράση και - αρκετά κακή, τις περισσότερες φορές - κωμωδία, στο κέντρο της βρίσκεται ένα ρομαντικό μιούζικαλ. Οι δύο υπερήρωες του τίτλου έχουν μια σταθερά αυξανόμενη ρομαντική σχέση, η οποία πηγάζει σταδιακά από ένα αρχικό αίσθημα ανταγωνισμού και μετέπειτα αναγνώριση κοινών τους στοιχείων, μέχρι το τελικό φιλί τους. Η ενσωμάτωση στοιχείων από αυτά τα είδη την καθιστά εύκολα αρκετά διαφορετική και πιο ενδιαφέρουσα από άλλες ταινίες του είδους.

Ωστόσο, η ταινία βρίσκει συνεχώς λόγους να καθυστερεί το αναπόφευκτο τέλος στη ρομαντική ανάπτυξη των πρωταγωνιστών. Ενας από αυτούς είναι πως αναπτύσσουν αισθήματα μόνο για τον άλλο υπερήρωα, χωρίς να αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα άτομο το οποίο συναναστρέφονται κάθε μέρα εντός και εκτός σχολείου. Στα χαρτιά, η ιδέα αυτή θα μπορούσε να δουλέψει, ωστόσο οι στολές τους, οι οποίες αποτελούν απλώς κολάν και μάσκες ματιών, δεν είναι μια πολύ καλή «μεταμφίεση», κάτι το οποίο αργά ή γρήγορα εκνευρίζει τον θεατή με τους κύκλους που καταλήγει να κάνει στην ιστορία.

Λέγοντας για κύκλους, αυτό είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα της ταινίας. Η ιστορία φαίνεται να κάνει κύκλους τα ίδια τρία-τέσσερα βασικά στοιχεία, βάζοντας και διάφορα άλλα κλισέ ανάμεσα για να τραβήξει τη χρονική διάρκεια όσο περισσότερο γίνεται. Για παράδειγμα, η Μαρινέτ εκφράζει την αμφιβολία της να αναλάβει τον ρόλο της μέσω όχι ενός, ούτε δύο αλλά τριών συνεχόμενων τραγουδιών! Και το μουσικό κομμάτι της ταινίας είναι ίσως το πιο αδύναμό της - όχι κακό, απλώς ήθελε περισσότερη δουλειά - με αποτέλεσμα να κουράζει όλο και περισσότερο κάθε συνεχόμενη φορά.

Τα παιδιά σίγουρα θα το απολαύσουν περισσότερο από τους ενήλικους στην αίθουσα.

Ωστόσο, η ταινία καταφέρνει δύο πράγματα πολύ καλά: το κινούμενο σχέδιο και τους χαρακτήρες. Η ταινία είναι η δεύτερη πιο ακριβή γαλλική παραγωγή και φαίνεται, με σχέδιο που κόβει την ανάσα. Αν και δεν είναι κάτι το πρωτοποριακό, η ποιότητα και η χρήση του είναι αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακή και προσεγμένη, φέρνοντας μια εντυπωσιακή εκδοχή του Παρισιού στη ζωή, μαζί με ένα πλήθος μοναδικά σχεδιασμένων χαρακτήρων. Η τρίτη πράξη, ιδιαίτερα, αποτελεί ένα οπτικά αψεγάδιαστο θέαμα, που θα πρέπει να κάνει τη Marvel και την DC, παρόλο που αποτελούν ξεκάθαρη επιρροή, να αναθεωρήσουν την προσέγγισή τους.

Οι χαρακτήρες πάλι, αν και πολλές φορές υποκύπτουν σε στερεότυπα, έχουν ένα απτό συναισθηματικό βάθος που τους κάνει να μοιάζουν πραγματικοί. Η τελευταία σύγκρουση, μάλιστα, που βασίζεται σε αυτό το βάθος, καταλήγει να πετύχει το επιθυμητό - και αρκετά αναζωογονητικό - αποτέλεσμα, χάρη σε αυτό το βάθος και την πιστευτή ανάπτυξή τους.

Συνοψίζοντας, η ταινία είναι μια αρκετά ασφαλής, αλλά ταυτόχρονα φρέσκια υπερηρωική ταινία. Παίζοντας πολύ με κλισέ από διάφορα είδη, η ταινία δείχνει πως το είδος των υπερηρώων μπορεί να ερμηνευτεί και να προσαρμοστεί πολύ παραπάνω απ' όσο το αφήνουν τα στούντιο του Χόλιγουντ. Αν και ξεκάθαρα στοχεύει περισσότερο στους μικρούς θεατές, έχει αρκετά φρέσκα στοιχεία ώστε να αποκομίσει και κάτι ένας μεγαλύτερος, ωστόσο χρειάζονται περισσότερη ανάπτυξη και καλύτερη εκτέλεση. Με την ανακοίνωση άλλων δύο ακόμα σίκουελ από τους δημιουργούς, μπορεί κάποιος να ελπίσει να μάθουν από τα λάθη αυτής της ταινίας, και ίσως έτσι να αναπαράξουν το φαινόμενο της αρχικής σειράς.