Πριν τέσσερα χρόνια ο Γάλλος Ξαβιέ Μποβουά μάς συγκίνησε βαθειά με τη φιλοσοφική του διάθεση στο «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων», ένα θρησκευτικό, αφαιρετικό δράμα που καταπιανόταν με τις ιδέες της πίστης, όχι απαραίτητα της θρησκευτικής. Με τη νέα του ταινία στρέφεται στην κωμωδία, διατηρώντας όμως ως κεντρικά του θέματα τα ηθικά διλήμματα, τη σημασία των κινήτρων και τη συγχώρεση. Αλλά διασκεδαστικά!
Η ταινία εμπνέεται από την πραγματική ιστορία που συνέβη το 1978, όταν δυο μηχανικοί έκλεψαν το πρόσφατα θαμμένο φέρετρο του Τσάρλι Τσάπλιν για να ζητήσουν λύτρα από την οικογένειά του. Στο «Τίμημα της Δόξας», οι ήρωες είναι ο Εντι, άρτι αποφυλακισμένος Βέλγος μετανάστης στην Ελβετία κι ο Οσμάν, ο κολλητός του φίλος που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με μια φτωχοδουλειά στον Δήμο, ενώ η γυναίκα του χρειάζεται επειγόντως να χειρουργηθεί – αλλά πού λεφτά; - κι η κόρη του ονειρεύεται να πάει στο Πανεπιστήμιο. Βρισκόμαστε στο 1977 κι η μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση που ο Εντι έχει φέρει, με ύποπτα μέσα, στο κοινό τους σπίτι αναφέρεται διαρκώς στο θάνατο του Τσάρλι Τσάπλιν, την ιστορία της επιτυχίας του, την τεράστια περιουσία του. Ετσι ο Εντι σκέφτεται – και πείθει τον Οσμάν στην πορεία – οι δυο τους να ξεθάψουν το φέρετρο του Τσάρλι Τσάπλιν και να εκβιάσουν την οικογένειά του για μπόλικα εκατομμύρια. Μόνο που οι δυο φίλοι παραείναι καλοί άνθρωποι για να μπορέσουν να τα καταφέρουν ως εκβιαστές.
Ο Μποβουά, παράλληλα με τις ανάλαφρες προθέσεις του, έχει την εξυπνάδα να χρησιμοποιήσει δυο εξαιρετικούς, όσο και αντίθετου ύφους πρωταγωνιστές: ως Οσμάν το γοητευτικό, συνεσταλμένο, βελούδινο Ροσντί Ζεμ (ο οποίος έχει ξανασυνεργαστεί με τον Μποβουά στο «N'oublie pas que tu Vas Mourir» του 1995 και στο «Le Petit Lieutenant» του 2005) κι ως Εντι τον Βέλγο Μπενουά Πελβούρντ με πληθωρική κωμική φλέβα που τον φέρνει συχνά να θυμίζει τη σωματική κωμωδία του ίδιου του Τσάπλιν, όταν δεν παίζει απλώς με τα εκφραστικά, παιδικού ενθουσιασμού, ευσυγκίνητα μάτια του. Επιπλέον, στην ερμηνευτική καθοδήγηση της ταινίας, αλλά και στην άφθονη μελωδική, σαρωτικά ρομαντική μουσική του Μισέλ Λεγκράν που κατακλύζει την ταινία και στις συχνές σκηνές όπου αυτή καλύπτει τους «βωβούς» διαλόγους των ηρώων, ο Μπουβουά αποπειράται ν’ αναπαραστήσει το ίδιο το σινεμά του Τσάρλι Τσάπλιν, μια ενδιαφέρουσα ιδέα αν και όχι απόλυτα επιτυχημένη στην εφαρμογή της.
Δυστυχώς, στην πορεία, ο Γάλλος σκηνοθέτης χάνει το ρυθμό της κωμωδίας του, επιμένοντας σε μακρόσυρτα «τελετουργικά», όπως το ξέθαμα του φερέτρου, καταλήγοντας με μια σταδιακά όλο και πιο άνευρη ταινία, αντί για μια τσαχπίνικη παραβολή με έντονες αναφορές στον κινηματογραφικό μύθο, όπως μοιάζει να ήταν η αρχική του πρόθεση στο πρώτο και σαφώς πιο απολαυστικό μέρος του φιλμ