Σκηνοθέτης που αρέσκεται στο να πειραματίζεται με τα κινηματογραφικά είδη, ο Ράιαν Τζόνσον έχει σκηνοθετήσει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο σκεπτόμενα νεο νουάρ στη συσκευασία μιας εφηβικής ταινίας κολεγίου («Brick»), μια δραμεντί στα χνάρια του Γούντι Αλεν με κάτι από indie μαγικό ρεαλισμό («The Brothers Bloom»), ένα b-movie στιλιζαρισμένο στην εντέλεια στην παράδοση του ταξιδιού στο χρόνο («Looper») και το πιο φαντεζί, μελοδραματικό, επικό και με δράση στο (κυριολεκτικά) κόκκινο επεισόδιο της ιστορίας του «Πολέμου των Αστρων» («Star Wars: Οι Τελευταίοι Jedi»).
Καμία έκπληξη λοιπόν που στη νέα του - και ίσως καλύτερη από όλες τις παραπάνω - ταινία παίζει με το είδος της ταινίας «Αγκαθα Κρίστι», γράφοντας μόνος του και στήνοντας από την αρχή ένα μυστήριο όπου ένα έγκλημα αναζητά δολοφόνο. Την ίδια στιγμή που μια κοινωνία αναζητά ένοχο, δίνοντας από την αρχή την κοινωνική, πολιτική διάσταση που εμπλουτίζει το νέο του κινηματογραφικό πείραμα.
Η υπόθεση τοποθετείται και περιστρέφεται γύρω από την έπαυλη των Θρόμπι, εκεί όπου η ημέρα των 85ων γενεθλίων του συγγραφέα Χάρλαν Θρόμπι θα είναι και αυτή που θα τον βρει να έχει αυτοκτονήσει, αφήνοντας τα μέλη της οικογένειάς του (και πιθανούς του κληρονόμους) και την πιστή του νοσοκόμα στο έλεος μιας έρευνας που διεξάγει ο ιδιότροπος ντετέκτιβ Μπενουά Μπλανκ για το τι πραγματικά συνέβη το μοιραίο βράδυ του θανάτου του.
Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα για το τρόπο με τον οποίο τα φαινόμενα απατούν σε ένα whodunit που δεν το λες και φειδωλό σε ανατροπές. Αλλά κανείς δεν μας εμποδίζει να επαινέσουμε σχεδόν όλες τις επιλογές του Ράιαν Τζόνσον - από τις πιο μικρές (για παράδειγμα, τη νοσοκόμα που κάνει εμετό κάθε φορά που λέει ψέματα) μέχρι τις πιο μεγάλες, που φυσικά δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε. Επιλογές που όχι μόνο κάνουν το φιλμ ένα απολαυστικό κινηματογραφικό παιχνίδι που παρακολουθείς με μόνιμο χαμόγελο στο στόμα, αλλά και ένα δείγμα εμπορικού σινεμά που φιλοδοξεί να είναι και (όσο μπορεί) σκεπτόμενο χωρίς να χάνει ίχνος από την απόλαυση του.
Με επικεφαλής τον Ντάνιελ Κρεγκ σε έναν ρόλο μεταμοντέρνου Ηρακλή Πουαρό που δεν αποκλείεται να του εξασφαλίσει ένα νέο franchise (ειδικά, τώρα, μετά το τέλος του Τζέιμς Μποντ), το λαμπερό καστ αριστεύει, με τον Τζόνσον να επενδύει στο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καθένα: στην νατουραλιστική βιρτουοζιτέ του Κρίστοφερ Πλάμερ, στο φυσικό χάρισμα στην κωμωδία (που μπορεί και να σε διαλύσει) της Τζέιμι Λι Κέρτις, στην αφοπλιστική παιδικότητα του Ντον Τζόνσον, στην νευρωτική απάθεια της Τόνι Κολέτ, στην σκοτεινή αφέλεια του Μάικλ Σάνον, στην ηδυπαθή γοητεία του Κρις Εβανς, στην αποκάλυψη με το όνομα Ανα ντε Αρμας που είχαμε δει (αλλά δεν είχαμε στοιχηματίσει πάνω της) στο «Knock Knock» του Ελάι Ροθ και θα δούμε ξανά δίπλα στον Κρεγκ στο «No Time to Die».
Ολοι τους ξέρουν ακριβώς τι παίζουν, ακόμη και όταν ο Ράιαν Τζόνσον (και το σενάριο του) τους ξεχνάει ή δεν προλαβαίνει να τους δώσει κάτι περισσότερο από «σχήμα», προσφέροντας όλοι τους σε μια ταινία που θέλει να είναι μοντέρνα αλλά φιλοδοξεί να μείνει και κλασική, τη φρεσκάδα και το βάρος που χρειάζεται, συμβάλλοντας ταυτόχρονα και καθοριστικά με χολιγουντιανό εκτόπισμα αλλά και με επιφανειακή πολιτική αναγωγή στο δεύτερο επίπεδο ενός φιλμ που, τουλάχιστον στο πρώτο είναι μια σκέτη απόλαυση.