Γερμανία, 1976. Δύο άντρες, ένα βανάκι, ο ανοιχτός δρόμος. Ο Μπρούνο είναι ο «King of the Road», ένας μοναχικός τυχοδιώκτης χίπης που ζει στο φορτηγάκι του και ταξιδεύει από πόλη σε πόλη κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, επισκευάζοντας κινηματογραφικές μηχανές προβολής. Ο Ρόμπερτ, αντιθέτως, είχε βαθιές ρίζες - οικογένεια, παιδιά, δουλειά ως ψυχολόγος. Μέχρι που η γυναίκα του τον χωρίζει κι εκείνος, προδομένος, αποδρά από όσα τον καθόριζαν. Συναντιούνται όταν ο Ρόμπερτ θολωμένος οδηγεί το αυτοκίνητό του στον ποταμό Ελβα, εκεί που έχει παρκάρει το φορτηγό του για να διανυκτερεύσει ο Μπρούνο. Οι δύο άντρες θα ξεκινήσουν μαζί ένα ταξίδι σε μια άσφαλτο που τρέχει μπροστά τους, όσο και μέσα τους. Ο προορισμός δεν έχει τόσο σημασία, όσο το απαραίτητο πέρασμα του χρόνου.

Ανέκαθεν ερωτευμένος με την αμερικανική ποπ κουλτούρα, ο Βέντερς καταθέτει ένα δικό του φόρο τιμής στο φολκ ρομαντικό σύμβολο των road trips. Aπό το «On the Road» του Τζακ Κέρουακ μέχρι το «Thunder Road» του Μπρους Σπρίνγκστιν, κι από τους ξέφρενους «Easy Riders» του Ντένις Χόπερ, μέχρι το σοφό «Straight Story» του Ντέιβιντ Λιντς, «ο δρόμος» δεν ήταν ποτέ κυριολεκτικός, αλλά στέκεται ως πρόσκληση και πρόκληση. Πατάς γκάζι προς όσα θες να κυνηγήσεις, κι από όσα θες να αφήσεις πίσω. Στην ουσία όμως δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, ποτέ. Ευχεσαι μόνο να έχεις καλούς συνοδηγούς, βάζεις μουσικής και κατεβάζεις το παράθυρο για να ξυπνήσει ο άνεμος το πρόσωπο και να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις σου.

Με αυτό το διττό στοιχείο (είναι απόδραση ή στόχος προορισμού;) ως εργαλείο, ο Βέντερς κατασκευάζει το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι (ο ένας ζει ως μοναχικός λύκος ενώ ψάχνει απεγνωσμένα την αγάπη, ο άλλος την έχασε και μαζί και τον άξονά του) αλλά, στην ουσία, σκιαγραφεί ένα αφοπλιστικά ειλικρινές πορτρέτο της ανδρικής ψυχοσύνθεσης στα τέλη των 70ς: εκεί που η μποέμικη ανεξαρτησία και η παιδικότητα συγκρούονται με την παλιότερη γενιά και τι σήμαινε να είσαι άντρας. Ο Ρόμπερτ είναι τα «πρέπει», ο Μπρούνο τα «θέλω». O Bέντερς αναρωτιέται ποιο δρόμο θα τραβήξει η εποχή του.

Υπέροχα, δε θα το απαντήσει. Η κάμερά του (πόσο υπέροχη η φωτογραφία των Ρόμπι Μίλερ και Μάρτιν Σέιφερ) απλά θα μπει στο αμάξι της ταινίας και θα μας πάει βόλτα. Στα τοπία που αλλάζουν, όσο βασανιζόμαστε να αλλάξουμε κι εμείς, σε ορίζοντες που ατενίζουμε και δε θα φτάσουμε ποτέ, στα σύννεφα που τρέχουν και χάνονται μαζί με τις στιγμές μας. Στους ανθρώπους που συναντάμε, σε όσα λέμε, σε όσα μένουν ανείπωτα.

Πραγματικός πρωταγωνιστής: ο χρόνος. Πρέπει να περάσει. Πρέπει να περάσει από πάνω μας. Πρέπει να επιστρέψουμε στα πατρικά μας, να συγκρουστούμε, να αγκαλιαστούμε, να ξαναφύγουμε. Πρέπει να αγαπήσουμε, πρέπει να εγκαταλείψουμε. Πρέπει να αλλάξουμε.

Το πιο συγκινητικό στοιχείο όμως στο τρίωρο, μαυρόασπρο ταξίδι του Βιμ Βέντερς είναι η χαμένη του αθωότητα. Οτι πρόκειται ταυτόχρονα για τη λυρική καταγραφή μίας Γερμανίας που δεν υπάρχει πια, κι ένα συγκινητικό δείγμα σινεμά που δε θα ξαναυπάρξει: μαζί με το Τείχος του Βερολίνου, έχει καταρριφθεί και η πολυτέλεια του κινηματογραφιστή να σου επιτρέψει να περιπλανηθείς, να χαθείς στο φιλμικό χρόνο - σ' ένα σύμπαν όπου, αφηγηματικά, δε γίνεται τίποτα, αλλά, κοίτα μια ειρωνεία, να φεύγεις από την αίθουσα πλήρης συναισθημάτων.