Δεύτερη φορά που ο Μάικλ Κέιν επιδίδεται σε κινηματογραφικές κομπίνες τρίτης ηλικίας, μετά το περσινό «Εκδίκηση με Στυλ» του Ζακ Μπραφ, οι «Εντιμότατοι Κλέφτες» του Τζέιμς Μαρς, πάλαι ποτέ ταλαντούχου ντοκιμαντερίστα («Man on Wire», «Project Nim») και σκηνοθέτη της οσκαρικής «Θεωρίας των Πάντων», βασίζονται στην εξωφρενική αλλά αληθινή ιστορία μιας συμμορίας ηλικιωμένων ληστών που το 2015 αποφάσισαν να ληστέψουν το θησαυροφυλάκιο της Χάτον Γκάρντεν του Λονδίνου, όπου φυλάσσουν τα πολύτιμα εμπορεύματά τους τα κοσμηματοπωλεία της περιοχής.

Επιλέγοντας να δράσουν το Σαββατοκύριακο του Πάσχα για να κερδίσουν χρόνο, οι προσπάθειές τους στέφθηκαν αρχικά με επιτυχία, με τα τολμηρά γερόντια –με τη βοήθεια ενός νεαρού, ειδικού σε ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας– να ξαφρίζουν λεία αξίας 14 εκατομμυρίων λιρών σε κοσμήματα και μετρητά. Τα προβλήματα όμως αρχίζουν όταν η απληστία και οι παλιές αντιζηλίες γίνονται αφορμή για επιπολαιότητες, πισώπλατες μαχαιριές και εξαπατήσεις στη μοιρασιά, αποδεικνύοντας ότι η ωριμότητα (και η έλλειψή της) δεν έχει τελικά ηλικία, και διακινδυνεύοντας ολοένα και περισσότερο να πέσουν στα χέρια του νόμου.

Υπάρχει κάτι ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο και ψύχραιμο στον τρόπο που ο Μαρς χειρίζεται το αρχετυπικό και συνάμα ανορθόδοξο αυτό heist movie, ακολουθώντας με συγκρατημένη ένταση το ίδιο το χρονικό της ληστείας, χωρίς να καταφεύγει στο σύνηθες ιλιγγιώδες μοντάζ και τα επιδειξιομανή σκηνοθετικά τρικ που ακολουθούν οι περισσότερες σύγχρονες ταινίες του είδους, κι αφήνοντας παράλληλα τους έξι γερόλυκους του βρετανικού σινεμά (Μάικλ Κέιν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Τομ Κόρτνεϊ, Πολ Γουάιτχαουζ, Μάικλ Γκαμπόν, Ρέι Γουίνστοουν) να διανθίσουν τη δράση με ανόητους καυγάδες καθώς συναγωνίζονται στη γκρίνια για τα αρθριτικά και τον διαβήτη τους.

Ομως την ίδια στιγμή, επαφίεται ίσως υπερβολικά στην αβίαστα χαρισματική παρουσία τους και στη χαλαρότητα που όντως επιβάλλουν οι χαρακτήρες τους, χάνοντας σε ρυθμό και ένταση, κι εγκαταλείποντας το χιούμορ στον αυτόματο πιλότο. Κι ενώ αυτό είναι ενδεχομένως συνεπές με το υλικό και τους… σφυγμούς των πρωταγωνιστών του, δεν λειτουργεί πάντα κινηματογραφικά, αφήνοντας ξεκούρδιστο το δεύτερο μέρος του φιλμ, εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται το «ζουμί» - όλα αυτά που χωρίζουν κι ενώνουν αυτή τη συμμορία παραμένουν εν τέλει γινάτια μια παρέας γεροπαράξενων.