Μια εξαετία μετά το ορμητικό σεναριακό και σκηνοθετικό του ντεμπούτο, τον «Τυραννόσαυρο», που ξεδίπλωνε τη σωτήρια σχέση ανάμεσα σε έναν πικραμένο, αυτοκαταστροφικό χήρο και μια θρήσκα, εξαρτημένη από τον σαδιστή σύζυγό της μαγαζάτορα, ο Πάντι Κόνσινταϊν επανέρχεται με άλλη μια ιστορία πόνου και εξιλέωσης, τοποθετημένη αυτή τη φορά στο τερέν της πυγμαχίας, που όμως χρησιμεύει ως πρόσχημα μόνον για να εκθέσει ο γνωστός Βρετανός καρατερίστας τη χριστιανική κοσμοαντίληψή του.

Ο Μάτι Μπέρτον, πρωταθλητής του μποξ που ζει σε ένα πολυτελές σπίτι με την αφοσιωμένη γυναίκα και το κοριτσάκι τους, ετοιμάζεται για έναν τελευταίο αγώνα, θέλοντας να αποδείξει πως η πρωταθλητική του θέση δεν είναι συμπτωματική όπως ειπώθηκε. Όμως το ματς, αν και νικηφόρο γι αυτόν, θα αποδειχθεί καθοριστικό. Λίγα λεπτά μετά την επιστροφή του στο σπίτι, καταρρέει από εσωτερικό τραύμα. Και ξυπνώντας από την επέμβαση στον εγκέφαλο, έχει πλέον κατεστραμμένες τη νόηση και τη μνήμη.

Κάπου εδώ, μετά το πρώτο 20λεπτο, από αθλητικό που προδιαγραφόταν το δράμα μετατρέπεται σε ιατρικό-οικογενειακό. Πέρα από την ταυτότητα τη δική του και των ανθρώπων του, ο Μάτι πρέπει να ξαναμάθει και τα πιο απλά πράγματα, όπως να πηγαίνει τουαλέτα ή να φτιάχνει τσάι. Η δε Έμα, η αγαπημένη του γυναίκα, έχει δύο μωρά πλέον να φροντίζει. Εκ των οποίων το μεγάλο γίνεται συν τω χρόνω όλο κι πιο ιδιότροπο, βίαιο, επικίνδυνο.

Με την πραγματικά εντυπωσιακή σύνθεση του ιδίου του Κόνσινταϊν, σε ένα πρωτίστως σωματικό παίξιμο, και την εναρμονισμένη στο θέμα «κλινικότητα» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, τούτο το εντός των τειχών δράμα έχει τη δύναμή του. Είναι, ωστόσο, στη σύνδεση με τα εκτός των τειχών τεκταινόμενα που η ταινία υστερεί. Ποιο είναι το άμεσο φιλικό ή οικογενειακό περιβάλλον της φαμίλιας Μπέρτον; Δε θα μάθουμε ποτέ. Ούτε και θα καταλάβουμε ποια ακριβώς είναι η Έμα πέραν της περιορισμένης από το σενάριο θέσης της σε στωική σύντροφο.

Ακόμη και οι προπονητές του ήρωα, που εμφανίζονται πολύ αργά στο φιλμ, χρησιμεύουν ως εργαλεία και μόνο στην πορεία της αποκατάστασής του, αμήχανοι και ενοχικοί. Περίπου σαν το αντίπαλο μποξέρ που τον έστειλε στο νοσοκομείο, που κι αυτός καταλήγει εκεί, δίπλα του, έτσι για να επικυρωθεί η συμφιλίωση σε όλα τα επίπεδα. Κανέναν δε θ’ αφήσει έρημο και αλύτρωτο ο Θεός της αγάπης και της συγχώρεσης σε τούτο το –αντίθετα με τον σύνθετο «Τυραννόσαυρο»- περίκλειστης μεταφυσικής και κούφιας επιχειρηματολογίας προσωπικό έπος.

Μένει πάντως η ερμηνευτική συνέπεια των Κόνσινταϊν και Τζόντι Γουίτακερ. Εκείνου σε έναν ούτως ή άλλως αβανταδόρικο ρόλο, εκείνης σε έναν τουλάχιστον μονοσήμαντο, στον οποίο παλεύει έντιμα να δώσει διαστάσεις. Χωρίς τη δουλειά τους, η ταινία θα ήταν άλλη μια (αναχρονιστική πλέον) ζήσαν-όλοι-καλά-κι-εμείς-όπως-όπως προσθήκη στη μακρά λίστα των αναπηρικών μελό της ελεύθερης τηλεόρασης.