H 7χρονη Τζάλκι κι ο 6χρονος αδελφός της Μπαμπού ζουν σ' ένα φτωχικό χωριό της επαρχιακής Ινδίας. Ο πατέρας μέθυσος, η μητέρα δεν τους προλαβαίνει - η Τζάλκι έχει αναλάβει τη φροντίδα του αδελφού της. Τόσο προστατευτική, που τα βράδια δένει τα πόδια τους μαζί με ένα μαντήλι - μην και κάποιος επιχειρήσει να τον κλέψει. Ισως γιατί, αν και μικρή, γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει. Καλοθελητές «θείοι» επισκέπτονται τα χωριά και «εξαφανίζουν» παιδιά. Υπόσχονται στους γονείς ότι θα τα πάρουν, για μια καλύτερη τύχη στις πόλεις, ενώ στην ουσία τα πουλούν σε σύγχρονους δουλέμπορους για παιδική εργασία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει τελικά και με τον Μπαμπού, αλλά η πεισματάρα Τζάλκι δε θα το αφήσει έτσι. Το σκάει κι εκείνη για την πόλη και κινεί γη και ουρανό για να βρει τον αδελφό της.
Ο Μπραχμανάντ Σ. Σίνγκ ξεκινά την ταινία με μια παράσταση σκιών: ο παραμυθάς του χωριού λέει στα παιδιά την ιστορία του σπουργιτιού που έχασε έναν κόκκο σιτάρι και προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια (φτάνοντας μέχρι και τον Βασιλιά) για να το βρει. Για όλους τους άλλους ήταν ένας απλός κόκκος, για το σπουργίτι όμως ήταν το φαγητό των παιδιών του.
Από την πρώτη σκηνή, το μείζον κοινωνικό πρόβλημα που μαστίζει τη σύγχρονη Ινδία έχει κατατεθεί: παιδιά εξαφανίζονται και, επειδή το θέμα είναι ταξικό (φτωχά παιδιά εξαφανίζονται), κανείς δεν ενδιαφέρεται. Τα παιδιά αυτά όμως έχουν γονείς, αδέλφια, που αγωνιούν - δεν είναι ένα ακόμα νούμερο σε στατιστικές. Ο Σινγκ θα φροντίσει να εκθέσει, μέσα από την Οδύσσεια της Τζάλκι, όλους τους συνυπεύθυνους φορείς, να δείξει τη συλλογική διαφθορά και πώς αυτή βρίσκει εύφορο έδαφος στην οικονομική εξαθλίωση.
Μόνο που όλα αυτά θα αποδοθούν μέσα από την φολκόρ παράδοση (μέρους) του Ινδικού σινεμά: υπερβολή, στυλιζάρισμα, διδακτισμός, και ανάσες bollywood μιούζικαλ.
Ενα καταγγελτικό μανιφέστο που έχει την μορφή λαϊκού, παιδικού παραμυθιού και το ύφος ξεπερασμένου μελοδράματος μιας άλλης εποχής.