Eχοντας γνωρίσει την ανθρώπινη σκληρότητα στο μέγιστο βαθμό από την πρώτη μέρα της ζωής του, ο J.A.C.E. ξεκινά – ολομόναχος και ορφανός για δεύτερη φορά στα επτά του χρόνια– έναν άνισο αγώνα επιβίωσης. Σ’ έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη εκμετάλλευση κυριαρχεί, αναγκάζεται να περάσει από τη ζωή στα φανάρια, στην κόλαση του αναμορφωτήριου κι από εκεί στον θαμπό κόσμο της διαφθοράς, της πορνείας και των ναρκωτικών. Βλέποντας κάθε ελπίδα για διέξοδο συνεχώς να διαψεύδεται, συνεχίζει να πολεμά, κρατώντας καλά κρυμμένες μέσα του τις «ουλές» από τις προσωπικές του απώλειες.

Αν οι ταινίες φέρουν περισσότερο από συχνά τα χαρακτηριστικά των κεντρικών τους ηρώων, τότε δεν είναι τυχαίο πως η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Μενέλεαου Καραμαγγιώλη μοιάζει τρομακτικά με τον J.A.C.E.

Παιδί χωρίς οικογένεια, έφηβος χωρίς ταυτότητα, ενήλικας χωρίς φωνή, ο J.A.C.E. θα μπορούσε να είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας ή ένας μεταμοντέρνος Ολιβερ Τουίστ. Πιο πολύ, όμως, απ' όλα τα παραπάνω, ο J.A.C.E. είναι ένα σύμβολο, ένας μη ήρωας, παθητικός πρωταγωνιστής ενός μελο-δράματος που συμβαίνει ερήμην του, στο περιθώριο της αντίληψης του, στο όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο...

Η διαδρομή του (ίσως όχι προς την Ιθάκη, αλλά τουλάχιστον μέχρι μια επόμενη «πατρίδα») είναι αποκαλυπτική, τρομακτική, τρελή, χαοτική, αλλοπρόσαλλη, με μια λέξη «τραγική». Και είναι ειρωνικό πως το τσίρκο που θα εγκαταλείψει θα το συναντήσει ξανά στις διαστάσεις της πραγματικής ζωής, εκεί όπου (δυστυχώς ή ευτυχώς, ανάλογα με τον ορισμό που δίνει κανείς στην «επιβίωση») δεν διατίθεται δίχτυ ασφαλείας.

Bωβός από επιλογή, ο J.A.C.E. θα βρεθεί έρμαιο των περιστάσεων, ένας εν δυνάμει εραστής για όλους όσους τον συναντούν, αποδιοπομπαίος τράγος για τα πάθη και τις αδυναμίες των γύρω του, ένα παιδί που «σκοτώνει» μόνο του οτιδήποτε θα μπορούσε να τον σώσει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Αλλοτε ένας κλόουν χωρίς μέικ – απ, άλλοτε ένας ακροβάτης μονίμως σε ελεύθερη πτώση.

Το «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φωνή του ήρωα του. Το soundtrack των σκέψεων του, όλα αυτά που θα ήθελε να πει αλλά φοβάται, η ηχητική μπάντα της σιωπής του, η εκκωφαντική ηχογράφηση της αναζήτησης του. Ενα οπτικοακουστικό υπερθέαμα γιγαντιαίων διαστάσεων που μέσα στα σπλάχνα του χωράει περισσότερες από μια ταινίες. Ιστορίες που κάνουν κύκλους, άλλες που μένουν ημιτελείς και άλλες που είναι εντελώς περιττές. Χαρακτήρες «περαστικούς» και χαρακτήρες «περιστασιασιακούς», χαρακτήρες αληθινούς και χαρακτήρες φανταστικούς που όλοι μαζί αποτελούν τα μέλη ενός θιάσου σε παροξυσμό. Ατάκες που μένουν και ατάκες που εκστομίζονται χωρίς νόημα, λόγια μιας παράστασης σε μια πρόβα που δεν θα γίνει ποτέ τζενεράλε. Πάθη και παθήματα που θα μπορούσαν να ανήκουν ταυτόχρονα στην κλασική λογοτεχνία και στο πιο φτηνό βιβλίο τσέπης.

Μια ταινία σε διαρκή αναζήτηση «ελευθερίας» (ακριβώς όπως και ο ήρωας του), το «J.A.C.E.» αγωνιά περισσότερο από όσο χρειάζεται να ακουστεί δυνατά και να τραβήξει την προσοχή σου, καταφέρνοντας τελικά και τα δύο σε σημείο που μπορεί να σε εξαντλήσει ή να σε κάνει να χάσεις την ευθεία γραμμή που διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά του. Και όπως ο ήρωας του, προσπαθεί να κάνει συνέχεια το σωστό, καταφέρνοντας συνέχεια να φλερτάρει με το λάθος. Το παιχνίδι του με τα κινηματογραφικά είδη ( το μελόδραμα, το γκανγκστερικό φιλμ, το θρίλερ και την μαύρη κωμωδία) και τις πολλαπλές άλλες αναφορές (το κιτς και το μπαρόκ ως δύο από τις κυρίαρχες) είναι αδιάκοπο, εθιστικό, αμήχανο, σε στιγμές αθέλητα ανώδυνο και σε άλλες ηθελημένα «light».

Το «J.A.C.E.» είναι τελικά μια ταινία που μιλάει για την έλλειψη (της οικογένειας, της πατρίδας, της ταυτότητας, του άλλου) με τον πιο μη ελλειπτικό τρόπο. Οταν εμπιστεύεται υπερβολικά την επιτηδευμένη θεατρικότητα του στησίματος του και των ηθοποιών του (με εξαίρεση τον μόνο ολοκληρωμένο χαρακτήρα του «αποκαλυπτικού» Ιερώνυμου Καλετσάνου και τη ζεστή παρουσία της Κόρας Καρβούνη) δεν μπορεί να κρύψει τον όγκο των αδυναμιών του. Στις στιγμές, όμως, που αφήνεται ελεύθερο και αναπνέει κινηματογραφικά, αποδεσμευμένο από τα βάρη της «φλυαρίας» του μεταφέρει ένα γοητευτικό χάος.

Αυτό που θα περιέγραφε ο J.A.C.E. αν επέλεγε κάποια στιγμή να διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του...