Κάποιος αφαιρεί ένα μυστηριώδες μενταγιόν από ένα σημείο βαθιά σε ένα δάσος, αγνοώντας ότι αυτό κάποτε ανήκε στον Τζόνι, θύμα ενός φρικτού εγκλήματος που έγινε πριν από 60 χρόνια στο συγκεκριμένο σημείο. Διψασμένος για εκδίκηση και δικαιοσύνη, ο Τζόνι θα σηκωθεί από τον τάφο για να αναζητήσει τους έφηβους που είναι υπεύθυνοι για την κλοπή και θα τους κυνηγήσει έναν προς έναν - μαζί και με όποιον άλλο άτυχο βρεθεί στον δρόμο του.
Και κάπως έτσι, με την ταινία του «Τέρας της Φύσης», ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κρις Νας προσπαθεί να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στις κλασικές ταινίες τρόμου των '80s, όπως το «Παρασκευή και 13», με ένα εντυπωσιακά βίαιο slasher. Μόνο που επιλέγοντας να πει την ιστορία του μέσα από την οπτική ματιά του «τέρατος» μπορεί αρχικά να ξυπνά το ενδιαφέρον αλλά σταδιακά χάνει την όποια δυναμική μπορεί να έχει η πλοκή της.
Ο Νας χρησιμοποιεί μια τρίτου προσώπου προοπτική, η κάμερά του ακολουθεί τον Τζόνι, μια καρικατούρα του Τζέισον, με τα αργά και σταθερά βήματα μέσα στο δάσος, δημιουργώντας μια ανατριχιαστική αίσθηση ότι είμαστε μάρτυρες των γεγονότων από τη δική του σκοπιά. Ελάχιστες είναι οι στιγμές που επικεντρώνεται στα θύματά του, καθώς τα παρακολουθούμε τις περισσότερες φορές από μακριά. Ολο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις ξαφνικές και βίαιες δολοφονίες, που ενισχύονται από μερικά εξαιρετικά πρακτικά εφέ τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη νοσταλγία των ταινιών τρόμου της εποχής εκείνης.
Αυτό όμως που απογοητεύει είναι ο ρυθμός της, ο οποίος γίνεται ολοένα και περισσότερο αργός με τις δολοφονίες μόνο να δίνουν μια κάποια κορύφωση εδώ κι εκεί. Ολο αυτό δεν βοηθάει να συνδεθείς με τους ήρωες, ούτε να νιώσεις ιδιαίτερη αγωνία για το final girl, μιας και απλώς ακολουθείς τον κακό (ο οποίος θα μπορούσε άνετα να βρεθεί στο πάνθεον των slasher κακών δίπλα στον Τζέισον και τους υπόλοιπους) να σκοτώνει τον έναν πίσω από τον άλλον. Ακόμα και όταν στο τέλος υπάρχει μια ανάλυση για την αλόγιστη αυτή βία, και το πως αυτή είναι η πιο τρομαχτική πράξη από όλες, δεν καταφέρνει να μπήξει βαθιά το μαχαίρι εκεί όπου πραγματικά θα πονέσει.