Ο Σωτήρης, οικονομικός συντάκτης σε εφημερίδα, βλέπει τη ζωή του να κυλά αδιάφορα, ενώ ο Μάνος, φίλος και συνάδελφός του, ως πιο «περπατημένος», του δίνει μαθήματα κυνισμού και επιβίωσης. Οταν ο Σωτήρης γνωρίζει τυχαία την Ολγα, μια πανέμορφη Ρωσίδα χορεύτρια, αρχίζει να πιστεύει πως μπορεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού με την κατάλληλη ζαριά. Η σχέση του με την Ολγα και με το μαφιόζο αφεντικό της, θα τον βυθίσει σε έναν σκοτεινό και επικίνδυνο κόσμο, πυροδοτώντας μια σειρά από γεγονότα, ένα ντόμινο όπου η αλήθεια δεν διαφέρει πολύ από την ψευδαίσθηση, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τον έρωτα, την εμπιστοσύνη και τη φιλία, κάτω από την απατηλή λάμψη των χριστουγεννιάτικων φώτων της πόλης.

Είναι σαφές ότι ο Σάββας Καρύδας («Στα Ορια») φιλοδοξεί με τη νέα του ταινία, το «Illusion», να στήσει ένα νεο-νουάρ μέσα στην Αθήνα της κρίσης, κοιτάζοντας την πόλη μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη όσων συμβαίνουν στις αθέατες γωνιές της και όσων αφηγούνται οι μικρές ή οι μεγάλες ιστορίες που διαδρατίζονται μετά τα μεσάνυχτα μέσα από τις κλειστές πόρτες ενός πολυπολιτισμικού υποκόσμου.

Σε αυτό συνηγορούν οι προσεκτικά επιλεγμένοι χώροι μιας σχεδόν άχρονης πόλης, οι τζαζ μελαγχολικές μελωδίες του Μάριου Στρόφαλη, η επιλογή της Ζένιας Κάπλαν (που είχαμε γνωρίσει ως συγκλονιστική «Λιούμπη» στην ομώνυμη ταινία της Λάγιας Γιούργου) για να υποδυθεί την αρχετυπική femme fatale, η σέπια στη φωτογραφία του Ηλία Κωνσταντακόπουλου και ο παράλληλος σχολιασμός του «σήμερα» από τα γραφεία της εφημερίδας στην οποία εργάζεται ο κεντρικός ήρωας.

Η περιήγηση του Σωτήρη σε έναν άγνωστο, αλλά γοητευτικό κόσμο που θα τον ρουφήξει κινδυνεύοντας μέχρι και να τον αφομοιώσει χωρίς επιστροφή, ακολουθεί σχεδόν όλα τα κλισέ ενός νουάρ (την προσπάθειά του αγοριού να σώσει το κορίτσι από τον υπόκοσμο και την ευκαιρία που θα αρπάξει για να πιάσει την καλή) προκειμένου να αναδείξει ένα σύμπαν όπου όλοι - αθώοι και ένοχοι - ξεκινούν τις μοιραίες διαδρομές τους από λάθος κίνητρα, έρμαια των ψευδαισθήσεών τους και μιας αδιόρατης επιθυμίας να φλερτάρουν με τον κίνδυνο.

Μέχρι εκεί, όμως, αφού ο Σάββας Καρύδας πείθει πως γνωρίζει τους κανόνες του νουάρ, αλλά προσπαθεί να συνθέσει μια φιλόδοξη ταινία χωρίς να διαθέτει ακριβώς τα κατάλληλα υλικά.

Το σενάριο του Γιάννη Μαρούδα αποδεικνύεται γρήγορα προφανές και με υποπλοκές που δεν οδηγούν πουθενά, οι τρεις άνδρες πρωταγωνιστές (με καλύτερο μάλλον τον Γιάννη Στάνκογλου, αμήχανο τον Δημήτρη Ημελλο στο ρόλο του αρχιμαφιόζου και πιο άστοχη επιλογή αυτή του άνευρου Ιωσήφ Πολυζωίδη στο ρόλο του κεντρικού ήρωα) επενδύουν περισσότερο στο στόμφο και την κοφτή απαγγελία και ο ρυθμός του μοντάζ δεν κρατάει σε σωστό τέμπο την ατμόσφαιρα από την οποία εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου το συναισθηματικό αντίκτυπο ενός νουάρ.

Ο,τι μένει είναι μια ακόμη «ψευδαίσθηση» για μια ελληνική ταινία είδους που θα μπορούσε να γίνει η σκοτεινή αντανάκλαση του «εδώ και τώρα».