Η Ροζ και η Λιλ είναι κολλητές φίλες από τα χρόνια του σχολείου, μέχρι τώρα, στα 45 τους: μοιράζονται τα πάντα, ακόμα και… τους γιους τους. Οταν η Ροζ θα ξεκινήσει ένα παθιασμένο ρομάντζο με τον 18 Ιαν, το γιο της Λιλ, εκείνη θα στραφεί στον άλλο 18χρονο, τον Τομ, γιο της Ροζ και οι τέσσερίς τους, χιαστί, θα γνωρίσουν μέρες πάθους που θα κρατήσουν χρόνια, με τη συγκατάθεση όλων και τη σιωπή του περίγυρου.
Βασισμένη στο διήγημα «Two Grandmothers» της Ντόρις Λέσινγκ, η ταινία έχει το υλικό για να αποτελέσει το πρώτο πραγματικό milf ευαγγέλιο στην κινηματογραφική ιστορία – καταλήγει όμως περισσότερο ως εφηβικό ημερολόγιο, στρογγυλεμένο από κάθε πλευρά, χλιαρό και επίπεδο.Η Γαλλίδα Αν Φοντέν (της φήμης των «Ούτε στον Εχθρό μου», «Η Κοκό πριν τη Σανέλ» και, παλιότερα, «Augustin»), παραλαμβάνει όλα τα συστατικά ενός ενοχικού μελοδράματος, μιας καυτής, ανατρεπτικής ιστορίας για τα «πρέπει» του έρωτα και τις κλασικές φαντασιώσεις (των μεγαλύτερων γυναικών για τη νεανική σάρκα και των νεαρών για… τις μαμάδες των φίλων τους) και παραδίδει μια ταινία χωρίς ένταση και χωρίς σεξ απίλ. Ούτε καν η ενδιαφέρουσα σύμβαση της ιστορίας, ότι δηλαδή οι δυο γυναίκες είναι τόσο στενές φίλες που εύκολα δέχονται να γίνουν συνένοχοι στην κοινή τους ακρότητα, δεν αναδεικνύεται από τη σκηνοθέτη.
Αντίθετα, σ’ έναν κόσμο όπου έχει πάλι καλοκαίρι (στην Αυστραλία, κοντά στο Σίδνεϊ), οι δυο ηρωίδες ζουν σε δυο απίθανα σπίτια έτοιμα για το Côté Sud, δουλεύουν λίγο και κάνουν συνέχεια μπάνιο και ηλιοθεραπεία, χαζεύουν τα κορμιά των δύο προσωποποιήσεων του Αδωνη που έχουν οι ίδιες δημιουργήσει, καθώς παλεύουν με τα κύματα, κάνουν σερφ και γυαλίζουν από θάλασσα και υγρασία. Κι αν ο κόσμος χάνεται ανάμεσά τους, δεν παύουν ν’ αλλάζουν τα μπικίνι, τα παρεό και τα καφτάνια, σαν τα πουκάμισα που ουδέποτε φορούν οι κανακάρηδές τους.
Με συνεχόμενα, οφθαλμολάγνα κοντινά πλάνα – ο φακός ανοίγει σε γενικά 2-3 φορές σε όλη την ταινία – οι τέσσερις ήρωες ανταλλάσσουν ξύλινες, περιποιημένες, κλισέ ατάκες και βιώνουν αμέτοχοι τις προβλέψιμες εξελίξεις. Το μόνο απρόβλεπτο στην ταινία είναι ότι μέσα σ’ όλον τον οικογενειακό χαμό, κανείς δεν αντιδρά με κάτι περισσότερο από ένα σκεφτικό βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Το διαρκές μουσικό χαλί υποψιάζει το θεατή για συναισθηματική ένταση και αναστάτωση, την οποία όμως ποτέ δε βλέπει να εκπληρώνεται στην οθόνη.
Αν κάτι διασώζει την ταινία είναι η παρουσία των δύο εξαίσιων πρωταγωνιστριών της, της Ρόμπιν Ράιτ και της Ναόμι Γουοτς, που και μόνο με την παρουσία τους δίνουν στο ξενέρωτο φιλμ ένα αισθητικό, έστω, ενδιαφέρον. Κατά τα άλλα, το «Two Mothers» δεν καταφέρνει να είναι κάτι περισσότερο από ένα άρλεκιν με υπέροχες... ώριμες γυναίκες για ηρωίδες, που στα χέρια ενός σκηνοθέτη τύπου Εϊντριαν Λάιν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κινηματογραφική έκρηξη.