Μια συμμορία μικροαπατεώνων, που περιφέρεται στα λαϊκά περίχωρα της Ρώμης, προετοιμάζεται για ένα μεγάλο κόλπο, τη ληστεία ενός ενεχυροδανειστηρίου. Είναι, όμως, τόσο γκαφατζήδες που φεύγουν με μοναδική λεία μια κατσαρόλα με μακαρονάδα…
Βλέποντας ξανά (και ξανά) μέσα στα χρόνια την ταινία που έκανε διάσημο τον Μάριο Μονιτσέλι, μοιάζει δύσκολο να μην αναρωτηθείς ποια απ’ όλα τα στοιχεία που την απαρτίζουν είναι αυτό που την κάνει κάθε φορά το ίδιο απολαυστική, κάθε φορά το ίδιο μελαγχολική, κάθε φορά το ίδιο μια πικρή σάτιρα πάνω στο γεμάτο από ψευδαισθήσεις κόσμο των μικροκακοποιών που ονειρεύονται την τέλεια ληστεία, σίγουροι πως το σύμπαν – ή έστω ο Θεός - τους χρωστάει μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή...
Κάποιος θα απομόνωνε τον τρόπο με τον οποίο ο Μονιτσέλι αναμειγνύει το νεορεαλισμό με το αμερικάνικο φιλμ νουάρ, φτιάχνοντας ένα τόσο ιδιαίτερο υβρίδιο που ο χαρακτηρισμός «κωμωδία» που του έχει αποδοθεί το περιοριζει – αν και τελικά παραμένει ο μόνος που αποδίδει τον αξιολάτρευτο τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται ένας κόσμος που μοιάζει ταυτόχρονα τόσο αληθινός και την ίδια στιγμή απόλυτα κινηματογραφικός.
Κάποιος άλλος θα στεκόταν στις φιγούρες της αυτοσχέδιας συμμορίας, μια ομάδα από σπουδαίους Ιταλούς ηθοποιούς από τους οποιούς είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις τον Βιτόριο Γκάσμαν ως τον αποτυχημένο μποξέρ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στο ρόλο ενός φωτογράφου με μωρό, τoν «μαμάκια» Ρενάτο Σαλβατόρε (ο Σιμόνε του «Ο Ρόκο και τα Αδέρφια του»), τον σπουδαίο Μικέλε του Τιμπέριο Μούρτζια που τον ανακάλυψε ο Μονιτσέλι και στη συνέχεια έπαιξε σε τουλάχιστον περισσότερες από 100 ταινίες, τον μεγαλοπρεπή Τοτό που στο τέλος της καριέρας του δίνει εδώ μαθήματα... κριτικής κινηματογράφου, ανοίγματος θησαυροφυλακίων και φυσικά ευφυούς ερμηνευτικής απλότητας.
Κάποιος άλλος θα επέμενε πως ο ιστός του φιλμ είναι η μουσική του Πιέρο Ουμιλιάνι που τελειοποίησε τη χρήση της τζαζ ως την ιδανική υπόκρουση για τη δράση αλλά και το παιχνίδισμα του Μονιτσέλι με ταινίες όπως το «The Asphalt Jungle» του Τζον Χιούστον το 1950, το «Rififi» του Ζιλ Ντασέν που είχε προηγηθεί το 1955, το «The Killing» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1956 – εδώ το «κόλπο» είναι τόσο καλά στημένο που μοιάζει καταδικασμένο να αποτύχει, αφού στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε μια ταινία για το έγκλημα και σίγουρα όχι μια ταινία για την τιμωρία.
Με φανερή σατιρική διάθεση αλλά και κάτι από το μαγικό ρεαλισμό του Βιτόριο ντε Σίκα στο «Θαύμα στο Μιλάνο», o Μάριο Μονιτσέλι φτιάχνει με το «Ο Κλέψας του Κλέψαντος» ένα πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας που αφήνει πίσω της το σκοτεινό παρελθόν, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Δεν είναι τυχαία η θέα από τις ταράτσες της Ρώμης που ατενίζουν στην ανοικοδόμηση ολόκληρων τετραγώνων, ούτε η αξεπέραστη (παρά το λίγο της κινηματογραφικής της εμφάνισης) φιγούρα της Κλαούντια Καρντινάλε που υποδύεται την κλειδωμένη από τον αδερφό της στο σπίτι Σικελή που απαγορεύεται να τη δει ο οποιοσδήποτε εκτός από τον μνηστήρα της.
Ο Μονιτσέλι βρίσκεται και αυτός, όπως και οι ήρωές του, στο σημείο μηδέν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Πίσω του βρίσκεται η φτωχή Ιταλία του πολέμου, η Ιταλία των ορφανοτροφείων, των αυστηρών παραδόσεων. Μπροστά του βρίσκεται το «οικονομικό θαύμα» των 60s, μια ψευδαίσθηση που θυσίασε κάθε όνειρο στο βωμό της βίαιης ανάπτυξης. Ενδιάμεσα, υπάρχει πάντοτε μια σύντομη στιγμή μέσα στο χρόνο όπου όλα μοιάζουν πιθανά, ζωντανά, γεμάτα υποσχέσεις, αστεία, οπως κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να ξεγελάσει το νόμο, όπως κάθε κωμωδία που αντλεί το γέλιο από την πικρή πραγματικότητα.
Αν ο «Κλέψας του Κλέψαντος» είναι κάθε φορά το ίδιο απολαυστικός, εξήντα χρόνια μετά, είναι γιατί αυτή η στιγμή παραμένει ίδια σε όλες τις εποχές.