Κάθε ταινία που γυρίζεται για το ελληνικό καλοκαίρι από κάποιον ξένο ή κάποιον με ελληνική καταγωγή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβαίνει με την Ελβετίδα Ναυσικά Γκερί Καραμαούνας, φιλοδοξεί να είναι αυτή που δεν θα πέσει στην παγίδα των κλισέ (βλ. τουριστικών) στερεοτύπων και θα μπορέσει να αποδώσει το ελληνικό αίσθημα με βιωματική ειλικρίνεια, τρυφερότητα και διαπεραστική ματιά, αποκαλύπτοντας την πολυπλοκότητα ενός λαού που ορίζεται από τη θερινή του σεζόν ακόμη κι όταν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά βρίσκεται σε βαρύ χειμώνα.
Η φιλοδοξία όμως δεν αρκεί (όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε κάθε ταινία).
Και δεν είναι τυχαίο πως ελάχιστοι σκηνοθέτες μπόρεσαν στην ιστορία του κινηματογράφου να απεικονίσουν - τουλάχιστον πειστικά ή ανεκτά - μια διαφορετική χώρα από την δική τους (ή αυτή που νόμιζαν δική τους), κρινόμενοι εκ των πραγμάτων πιο αυστηρά από το κοινό της χώρας στην οποία αποβιβάζονται, τις περισσότερες φορές ως τουρίστες ακόμη και όταν έχουν φύγει από αυτήν. Μερικές εξαιρέσεις παραμένουν φωτεινές στην περίπτωση της Ελλάδας (από το «Απέραντο Γαλάζιο» μέχρι το «Πριν τα Μεσάνυχτα», άντε μέχρι και το πολύ πολύ πρόσφατο, κατά το ήμισυ τουλάχιστον πετυχημένο στην αντι-τουριστική του απεικόνιση φιλμ του Μαρκ Φιτουσί «Δύο Εισιτήρια για Κυκλάδες»). Αυτές είναι κυρίως ταινίες που δεν προφασίζονται ότι γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα, αν και όχι άμοιρες «ευθυνών» για τη διαιώνιση των κλισέ που μαστίζουν δεκαετίες τώρα το «greek summer» ανα την υφήλιο
Στην περίπτωση του «I Love Greece» που θέλει να πείσει για την σχέση αγάπη - μίσους που προφανώς διατηρεί και η δημιουργός του με την Ελλάδα, δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι κλισέ ήδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας - και, προς Θεού, δεν εννοεί κανείς το cameo της Νανάς Μούσχουρη που τόσο απλόχερα δώρισε το songbook της σε όλη την ταινία για να χρησιμοποιηθεί τόσο ανέμπνευστα και μόνο τελικά (τι κρίμα) ως ένα κοινό μουσικό φόντο.
Από το αεροδρόμιο όπου φτάνει το ζευγάρι της Μαρίνας και του Ζαν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, μέχρι τα (προκάτ) πλάνα της Αθήνας, την γνωριμία μας με τους (και καλά) γνώριμους χαρακτήρες της ελληνικής οικογένειας της Μαρίνας και την απόβαση στη Σέριφο, η Καραμαούνας είναι σαφές πως θέλει να πατήσει ένα βήμα πιο δίπλα από τα τετριμμένα. Ετσι, η υπάλληλος στο αεροδρόμιο κάνει μαύρο χιούμορ, οι συγγενείς της Μαρίνας είναι με έναν συνηθισμένο τρόπο ασυνήθιστοι, ένας θάνατος και μια κηδεία ορίζουν τον πρόλογο του φιλμ και, ενώ όλα προμηνύουν μια off beat κωμωδία πάνω στις «αναγκαστικές» διακοπές μιας οικογένειας, όλα καταλήγουν σε μια άβολη ξεκούρδιστη και φλύαρη περιήγηση σε αυτό που η Καραμαούνας νομίζει ότι είναι η Ελλάδα.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η Καραμαούνας προσπαθεί να αντιπαραβάλλει μια Ελλάδα σε κρίση με μια οικογένεια που ζει τη δική της καμπή και ένα ζευγάρι που επίσης θα δοκιμάσει τη σχέση του, χωρίς να γνωρίζει ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημα όλων των παραπάνω - και της χώρας και της οικογένειας και του ζευγαριού. Είναι κυρίως ότι καταπιάνεται με πράγματα δύσκολα (για να μην πει κανείς ακατόρθωτα) έχοντας στα χέρια της ένα σενάριο που αναλώνεται σε απλοϊκούς λαϊκισμούς γύρω από την κακή Ευρώπη και την κακόμοιρη Ελλάδα, παιδικού επιπέδου αφορισμούς γύρω από τους Ελληνες που δεν βρίσκουν σπίτι για να μείνουν στην ίδια τους τη χώρα και μια θολή εικόνα για τις σχέσεις μεταξύ ανδρών - γυναικών, πιο ανούσια και από τα αποτυχημένα αστεία με τα οποία διανθίζει συνεχώς τους multilingual διαλόγους, αποσπώντας μάλλον αμήχανα γέλια.
Η φωτογένεια της Στέισι Μάρτιν και του Βενσάν Ντεντιέν - δύο χαρισματικά πλάσματα που νιώθεις διαρκώς ότι χάνονται από το φόκους της ταινίας - θα αρκούσε ίσως για να αντισταθμίσει τα περισσότερα από τα ατοπήματα της Καραμαούνας, όμως και αυτοί όπως και το ελληνικό καστ παίζει χωρίς συναίσθηση και κυρίως χωρίς συναίσθημα μια ιστορία που διακρίνεις, έστω και δύσκολα, πως χτυπάει μια φλέβα βιωματική γύρω από την «ενηλικίωση» αλλά και την διαρκώς μεταβαλλόμενη έννοια του «σπιτιού».
Στο φόντο η πανέμορφη Σέριφος, από φόβο μην αξιοποιηθεί πολύ και πει κανείς την ταινία «τουριστική», μένει αναξιοποίητη και η αγάπη του τίτλου προς την Ελλάδα μοιάζει καθώς πλησιάζουμε στο άβολο φινάλε ακόμη πιο ενοχλητικά συγκαταβατική. Ευτυχώς όχι όσο οι παροιμίες που ο πατέρας Στέλιος Μάινας προσπαθεί να μεταφράσει στα γαλλικά στον μέλλοντα γαμπρό του.