Στα 16 της χρόνια η Μπλαντίν ήταν μετρημένη, ήσυχη, σοβαρή Αν έζησε εφηβεία, το χρωστούσε στην Μαγκαλί - την φασαριόζα, παράτολμη, γεμάτη παραβατικές ιδέες συμμαθήτριά της. Τα χρόνια πέρασαν, οι φίλες χάθηκαν, οι σκανταλίές ξεχάστηκαν. Η 46χρονη πλέον Μπλαντίν είναι σε κατάθλιψη. Ενα άσχημο διαζύγιο, βαλτωμένη καθημερινότητα, απογοήτευση, κλείσιμο, αγοραφοβία. Ο φοιτητής γιος της ανησυχεί. Οταν ακούει ότι η μαμά του είχε μία κολλητή στο γυμνάσιο, την ανακαλύπτει και τις φέρνει ξανά σε επαφή. Η Μαγκαλί δεν έχει αλλάξει - συνεχίζει να είναι ο loud εαυτός της, να αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μία περιπέτεια. Η Μπλαντίν, μαραμένη και φοβική, τρομάζει και κλείνεται ακόμα περισσότερο στο καβούκι της. Ομως ο γιος έχει σχέδιο: θα τις στείλει εκείνες τις διακοπές στην Αμοργό που πάντα ονειρεύονταν να κάνουν. Οι δύο παράταιρες μεσήλικες γυναίκες θα ξεκινήσουν μία περιπέτεια στις Κυκλάδες που θα ξυπνήσει τους 16χρονους εαυτούς τους - για καλό και για κακό.

Συνήθως αυτές οι καλοκαιρινές κωμωδίες αναλώνονται σε όλα τα προβλέψιμα κλισέ και ξεπετάνε την ιστορία «δύο μεσήλικων που ανακαλύπτουν από την αρχή το νόημα της ζωής» με ευκολία, προβλεψιμότητα, μετριότητα. Ούτε εδώ λείπουν τα στερεότυπα. Από μόνες τους οι ελληνικές Κυκλάδες προσφέρονται για ένα τεράστιο κλισέ. Φαντάσου να προσθέσεις και το σχήμα της φιλήδονης, ατρόμητης γυναίκας σε κόντρα με την τετριμμένη κοινοτυπία της κλειδωμένης «γεροντοκόρης».

Κι όμως. ο Μαρκ Φιτουσί που υπογράφει σενάριο και σκηνοθεσία, δεν βολεύεται στην τουριστική Ελλάδα. Ελάχιστα την δείχνει και μάλιστα σε μία σκηνή καυτηριάζει την εμπορική σύνδεση του «Απέραντου Γαλάζιου» με την Αμοργό ως κυκλαδίτικη «Disneyland». Με τον ίδιο τρόπο, η ιστορία των δύο γυναικών ξεγλιστρά ανάμεσα στις συμπληγάδες των χιλιοειπωμένων μοτίβων, έχει λεπτομέρειες που δεν σε πετάνε έξω, σε κρατούν σε σύνδεση με τις ηρωίδες.

Μεγαλύτερο ατού: οι πρωταγωνίστριές του. η Ολίβια Κοτ φοράει τη θλίψη, την απογοήτευση και την απομόνωση της σύγχρονης αστής με ένα φυσικό στέγνωμα στο βλέμμα, τα μάγουλα, το σώμα. Ολα είναι στερημένα πάνω της κι η ίδια δεν χρειάζεται να υπερβάλει με ψεύτικες κορώνες. Εμφανίζεται στη σκηνή και αναγνωρίζεις την μοναξιά της.

Και μετά έχεις την Λορ Καλαμί - αυτό το μπριόζικο, ανεξάντλητο πυροτέχνημα που πρωτοείδαμε στο τηλεοπτικό «Call My Agent!» και δικαίως μέσα στα χρόνια έχει αρχίσει (δικαίως) να κατακτά και την μεγάλη οθόνη. Η Καλαμί βάζει πλάτες στην αφέλεια, την παρόρμηση, το αεικίνητο κέφι της ηρωίδας της με έναν δικό της γοητευτικό νατουραλισμό. Θα έπρεπε να είναι καρικατούρα, αλλά δεν είναι.

Η ιστορία της Κρίστιν Σκοτ Τόμας (που με το cameo της είναι ο τρίτος τροχός αυτής της γυναικείας φιλίας) είναι η πιο σχηματική, αλλά η Βρετανή πρωταγωνίστρια έχει αυτό το ειδικό βάρος που συγκρατεί τις ακρότητες.