«Μαραντόνα, Ζιντάν και τώρα στην Ιστορία προσθέστε το όνομα του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς» είχε αναφωνήσει ο σπόρτσκάστερ, μετά τις τρίπλε-κέντημα και το γκολ του στο παιχνίδι Αγιαξ-Μπρέντα (το τελευταίο του παιχνίδι πριν την μεταγραφή στη Γιουβέντους (2004). Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή: περνώντας από τα σπουδαιότερα σωματεία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (Γιουβέντους, Ιντερ, Μίλαν, Μπαρτσελόνα, Παρί Σεν Ζερμέν, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), ο πιτσιρικάς που ανδρώθηκε στα γκέτο του Μάλμε της Σουηδίας, από Βόσνιο πατέρα και μητέρα από την Κροατία, έγινε ένας από τους διασημότερους, πλουσιότερους και κορυφαίους επιθετικούς στην ιστορία του αθλήματος.
Για τους ποδοσφαιρόφιλους όμως, ο Ζλάταν είναι διαβόητος και για τον αλαζονικό κωλοπαιδισμό του, εντός κι εκτός γηπέδου. «Μόνο ο Μαραντόνα θα μπορούσε να με συναγωνιστεί» έχει ευθαρσώς δηλώσει, ενώ το fairplay του καμιά φορά είναι αντιστρόφως ανάλογο με το αδιαφμφισβήτητο ταλέντο του.
Βασισμένος στην αυτοβιογραφία του Ιμπραΐμοβιτς (που εκδόθηκε το 2011 με τίτλο «Εγώ, ο Ζλάταν»), ο Σουηδός σκηνοθέτης Γιενς Χόγκρεν θέλει να ψάξει στην παιδική ηλικία αυτού του αγοριού μεταναστών, να βρει την πηγή του τσαμπουκά, του πείσματος και της φόρας που εκτόξευσε έναν πιτσιρικά σε μύθο. Κι ευτυχώς, θα το κάνει χωρίς να τυλίξει με εξιδανικευμένο περιτύλιγμα τον δύσκολο χαρακτήρα του Ιμπραΐμοβιτς.
Κόβοντας πίσω-μπρος στο χρόνο, από τα παιδικά χρόνια του Ζλάταν στο ξεκίνημα της καριέρας του ως 20χρονος επιθετικός «στην μεγάλη ομάδα», ο Χόγκρεν παρουσιάζει κάτι παραπάνω από μία ιστορία ενηλικίωσης. Τον παρουσιάζει ως αποτέλεσμα μιας δύσκολης συνθήκης, αλλά χωρίς εύκολη άφεση αμαρτιών.
Ο Ζλάταν είναι παιδί μεταναστών που νιώθει ότι δεν ανήκει στην «ομάδα» του σχολείου (κι όχι μόνο στο γήπεδο). Εχει διάσπαση προσοχής, παρορμητικότητα, υπερκινητικότητα, είναι ένα -οριακά αντιπαθητικό- αγόρι με ροπή στην παραβατικότητα, στην αυθάδεια, στον αντικομφορμισμό. Αυτό το ίδιο πείσμα, όμως, θα τον πειθαρχήσει για να γίνει κάποιος, για να αποδείξει ότι είναι σπουδαίος.
Ο Χόγκρεν δεν στρογγυλεύει, δεν ωραιοποιεί και το κυριότερο, δεν ηρωοποιεί. Δυστυχώς όμως, ούτε εμπνέει. Η ταινία έχει στιγμές, αλλά όχι μεγαλείο. Εχει ειλικρίνεια,, συγκίνηση, κριτική ματιά, αλλά δεν απογειώνεται. Εχει ευκαιρίες, αλλά δεν σκοράρει. Κι αυτό δεν αρμόζει σ' έναν Ιμπραΐμοβιτς. [Οταν στους τίτλους τέλους θα μπουν στιγμιότυπα από τον αληθινό, η οθόνη θα πάρει φωτιά. Κι αυτό, λέει πολλά.]