Κλεισμένη εδώ και δέκα χρόνια σε ένα κελί του πύργου που κάποτε υπήρξε το σπίτι της, η πριγκίπισσα Χιονάτη το σκάει τελικά από τα χέρια της σατανικής βασίλισσας Ραβένα, που έχοντας ήδη σκοτώσει τον πατέρα της αποφασίζει, υπακούοντας στις προσταγές της μαύρης μαγείας που την τρέφει και του ζωντανού καθρέφτη που την συμβουλεύει, να φάει την καρδιά της προκείμενου να μείνει για πάντα νέα και όμορφη. Αγνοεί όμως ότι στο σκοτεινό (παραισθησιογόνο) δάσος, την περιμένει η ενσάρκωση των χειρότερων φόβων της κι ότι στο κατόπι της, η Ραβένα θα στείλει, με απειλές και κούφιες υποσχέσεις, έναν σκληρό (μα στ' αλήθεια συναισθηματικά τραυματισμένο) κυνηγό, για να τη φέρει πίσω...

Το καλό και το κακό, η εξωτερική ομορφιά και η λαμπρότητα της ψυχής, το σκοτάδι και το φως, να μερικά από τα πράγματα που συγκρούονται όσο απλοϊκά περιμένεις από ένα παραμύθι, μα και τόσο θεαματικά που θα σε εκπλήξουν, σε αυτή την «πειραγμένη» μεταφορά του μύθου των αδελφών Γκριμ, από τον πρωτοεμφανιζόμενο στην μεγάλη οθόνη Ρούπερτ Σάντερς.

Ο Τάρσεμ Σινγκ μπορεί να είπε την ίδια ιστορία πριν λίγους μήνες ποντάροντας στο θέαμα και τις εικόνες, τα σκηνικά και τα κοστούμια, όμως η άνοστη δική του εκδοχή δεν πίστεψε ποτέ ότι στο βάθος του παραμυθιού του υπάρχει κάτι που να αξίζει ακόμη να πάρεις στα σοβαρά.

Η «Χιονάτη κι ο Κυνηγός» το κάνει με απόλυτη πίστη (ίσως μάλιστα μερικές φορές το παρακάνει) και συν τοις άλλοις, έχει την τελευταία λέξη στις εικόνες, με το μάτι του Σάντερς για το ύφος του φιλμ να δείχνει ένα ολοκληρωμένο, σκοτεινό και υπέροχα ευρηματικό όραμα. Από την ιδιαίτερη, εμπνευσμένη και αληθινά θεαματική χρήση των εφέ, μέχρι τα σκηνικά και τα κοστούμια, το φιλμ γεμίζει τα κενά της μάλλον προφανούς και προβλέψιμης ιστορίας του, με εικόνες που συχνά σε αφήνουν άφωνο.

Και παρά την παρουσία της Κρίστεν Στιούαρτ στον ρόλο της Χιονάτης, ο τόνος του παραμένει χωρίς αμφιβολία ενήλικος, περισσότερο μια ταινία φαντασίας στα ίχνη του «Βασιλιά των Δαχτυλιδιών» παρά ένα παραμύθι. Η προϊστορία και η ιστορία ενηλικίωσης κι εκδίκησης, η αγωνιώδης επιθυμία της βασίλισσας να μείνει για πάντα νέα, ξετυλίγονται σαν τα στοιχεία ενός τραγικού κλασσικού μύθου, η Σαρλίζ Θερόν δίνει ειδικό βάρος στο ρόλο και τα κοστούμια της Κολίν Ατγουντ μοιάζουν με ιδανική προέκταση του χαρακτήρα της.

Κι αν η βασίλισσα Ραβένα (και τα εφέ της) είναι χάρη στη Θερόν, ένα από τα ατού της ταινίας, δίνοντας της το σκοτεινό κέντρο βάρους της, την στιβαρότητα και την over the top κακία που απαιτεί για να δημιουργήσει ένταση, η Χιονάτη μοιάζει δυστυχώς στο μεγαλύτερο μέρος της ταινία αδιάφορη, ειδικά στο κομμάτι που περιπλανιέται στο Μαγικό Δάσος, είτε στην γκρίζα απειλητική περιοχή του, είτε στην ψυχεδελική, καρτούν σχεδόν καρδιά του.

Οι δυο τους παραμένουν δυστυχώς αντίπαλες εξ αποστάσεως στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, που μοιάζει έτσι κομμένο σε δύο (ή και περισσότερα) κομμάτια, προσπαθώντας ίσως πιο σκληρά απ ότι χρειαζόταν, να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους: τσεκουράτη κι επική δράση για τα αγόρια, ένα μισοψημένο ρομάντζο μεταξύ της Χιονάτης και του Κυνηγού (κι έναν ευκαιρία-για-sequel ξεχασμένο αντίζηλο στο πρόσωπο του πρίγκηπα), και μια πιο ενήλικη πλευρά πίσω στο παλάτι της Ραβένα για όσους δεν είναι απαραίτητα έτοιμοι για κάτι πιο ποπ.

Τα επί μέρους κομμάτια, δεν δένουν ακριβώς αρμονικά και το φινάλε, μοιάζει να ποντάρει για μια ακόμη φορά στο θέαμα και σε μια καλοφτιαγμένη «κοφτερή» μάχη στο παλάτι για να δώσει τη λύση. Και για μια ακόμη φορά, η εικονογραφία του Σάντερς προσφέρει όσα περιμένεις, αποδεικνύοντας που βρίσκεται το αληθινό ταλέντο και αυτό που αληθινά αξίζει να κρατήσεις από το φιλμ.