Οταν ο Ρέι (Κέβιν Τζέιμς) χάνει τη δουλειά του ως αστυνομικός, αναγκάζεται να αναζητήσει νέα επαγγελματική στέγη, την οποία εντέλει βρίσκει στις παρυφές του νυχτερινού υπόκοσμου. Παρά τους αρχικούς του ηθικούς ενδοιασμούς, συμφωνεί να αναλάβει τον ρόλο του εκτελεστή για λογαριασμό της Μάικλ, μίας γυναίκας που ηγείται ενός εγκληματικού κυκλώματος, το οποίο παραπέμπει σε κακέκτυπο της (κλασικής , εξωτικοποιημένης κινηματογραφικής αναπαράστασης) της αμερικανικής μαφίας, διότι α) θέλει απεγνωσμένα να συνεχίσει να συντηρεί την οικογένειά του, βάζοντας παράλληλα στην άκρη χρήματα προκειμένου να ανοίξουν με τη γυναίκα του (Κριστίνα Ρίτσι) το εστιατόριο που ανέκαθεν ονειρευόντουσαν και β) τα αφεντικά του, του εγγυώνται ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να διακόψει, εγκαταλείποντας τη ζωή που εξαρχής ήθελε να αποφύγει.

Fast forward 5 χρόνια μετά. Τη στιγμή που ο Ρέι είναι επιτέλους έτοιμος να παραιτηθεί και να επιστρέψει σε μία πιο «έντιμη», απ’ όλες τις απόψεις, κανονικότητα, έχοντας συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν, ένα απρόσμενο γεγονός θα κάνει την «έξοδό» του από τον κόσμο της παρανομίας δέκα φορές πιο δύσκολη, καθιστώντας μας συγχρόνως μάρτυρες της προσπάθειάς του να ξεφύγει οριστικά.

Ο Εντουαρτντ Ντρέικ στο 9ο (!) κατά σειρά (άξιον) φιλμ που σκηνοθετεί, δημιουργεί ένα υβρίδιο, το οποίο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός pop-corn / Netflix movie (χωρίς να είναι κυριολεκτικά προϊόν της πλατφόρμας): ψιλοεξωφρενικό σενάριο που μπορεί - εν δυνάμει - να αποβεί φοβερά φαν και απολαυστικό, tight ρυθμό, ικανοποιητική ποσότητα στερεοτυπικά ενορχηστρωμένων σκηνών βίας, κωμικό τόνο κ.ο.κ. Κι ενώ τα παραπάνω αποτελούν συστατικά μίας συνταγής που ναι μεν έχει χιλιοειπωθεί, παραμένουν σταθερές που δυνητικά μπορούν να κάνουν το κοινό να περάσει (πολύ) καλά.

Παρόλο που το «Guns Up» πληροί όλες τις επιμέρους προδιαγραφές, το κάνει αποκλειστικά στα χαρτιά, αποτυγχάνοντας να υπηρετήσει αυτό που εξόφθαλμα θέλει να είναι. Η κωμική χροιά δεν λειτουργεί, φέρνοντας όλο το σύνολο στα όρια του αμήχανου, το κύριο σεναριακό τουίστ περισσότερο αφαιρεί, παρά προσθέτει στη δυναμική του στόρυ και αν κάτι σώζει την όλη κατάσταση, τότε αυτό μάλλον είναι η διάθεση μίας, καταχρηστικής, campy ανάγνωσης της ταινίας από πλευράς του θεατή. Κοινώς, το μόνο στο οποίο επιτυγχάνει το φιλμ είναι η παροχή μίας no-brainer τύπου απόλαυσης, η οποία περιορίζεται στις απανωτές βίαιες συμπλοκές που διαδέχονται η μία την άλλη. Κι αυτό υπό συζήτηση.