Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι η υπερβολικά συντηρητική κυβέρνηση της πατρίδας της, κατηγόρησε με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς το φιλμ της 74χρονης Ανιέσκα Χόλαντ ως «προπαγάνδα», αφού η εικόνα που δείχνει για την συμπεριφορά των αρχών της Πολωνίας απέναντι στους πρόσφυγες στα σύνορα της με την Λευκορωσία δεν είναι τίποτα λιγότερο από εφιαλτική.

Ομως ακόμη κι αν το φιλμ πατά με περισσότερη ένταση τα συναισθηματικά κουμπιά του δράματος σε αυτή την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων που ταξιδεύουν προς το «όνειρο της Ευρώπης» για να βιώσουν μια κόλαση, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως απεικονίζει μια σκληρή, μα απαραίτητη να ιδωθεί αλήθεια.

Την αλήθεια των pushbacks, της εργαλειοποίησης των προσφύγων, τον ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής από ένα σύστημα που τους βλέπει ως τιποτα περισσότερο από ανεπιθυμητους, τον τρόπο που η πιο συντηρητική μερίδα της Δύσης οργανώνει ένα εχθρικό αφήγημα που διαβρώνει την ίδια μας την ενσυναίσθηση (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν).

Γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, δομημένο σε κεφάλαια που παρακολουθούν διαδοχικά μια οικογένεια μεταναστών, έναν συνοριοφύλακα, μια ομάδα ακτιβιστών που βοηθούν τους πρόσφυγες στο δάσος, το φιλμ της ακούραστης Πολωνής χτίζει την συνολική εικόνα ενός δύσκολου προβλήματος, όχι χωρίς υπερβολή, όχι χωρίς χειριστικές στιγμές, αλλά με μια αλήθεια την οποία δύσκολα μπορείς να αρνηθείς.

Και είναι κρίμα που επιλέγει να κλείσει την κατά στιγμές συνταρακτική ιστορία του με μια ηχηρή παραφωνία. Την έλευση των προσφύγων από την Ουκρανία μετά την Ρωσική εισβολή και τον τρόπο που τους υποδέχτηκε η χώρα σε αντίθεση με την υποδοχή που επιφυλάσσει σε άλλους πρόσφυγες. Μια σεκάνς που υπονομεύει τον ίδιο τον ανθρωπισμό της ταινίας μέσα από φτηνή, λαϊκίστικη «κριτική» που κάνει αυτό ακριβώς που κατηγορεί: Ζυγίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής σε μια ηθικολογική ζυγαριά που απλά γέρνει προς διαφορετική πλευρά.