Η Μόναρκ, μια κρυφή ζωολογική ομάδα, έρχεται αντιμέτωπη με τιτάνια τέρατα, συμπεριλαμβανομένου και του Γκοτζίλα, που συγκρούεται με τη Μόθρα, τον Ρόνταν και την απόλυτη νέμεσή του, τον τρικέφαλο Γκιντόρα. Oταν αυτά τα αρχαία τέρατα, που θεωρούνταν απλώς μύθοι, ξυπνήσουν ξανά, θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την απόλυτη κυριαρχία, ακόμα και σε βάρος της ανθρωπότητας.
Κανείς δεν περίμενε πως η ταινία του Γκάρεθ Εντουαρτς «Godzilla», πριν πέντε περίπου χρόνια, θα αποτελούσε την αφετηρία για την δημιουργία ενός κινηματογραφικού σύμπαντος με κύρια ατραξιόν τα διάσημα τέρατα που μεσουρανούσαν στις ιαπωνικές ταινίες του στούντιο Toho από τα τέλη του ’50. Αλλά ήταν η ταινία του 2017 με τίτλο «Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου», του Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς η οποία, αν και prequel, φαίνεται να ήταν το σημείο αναφοράς για να δημιουργηθεί η γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, και να φτάσουμε έτσι στο απόλυτο, ίσως, monster movie των ημερών μας με το φετινό «Γκοτζίλα ΙΙ: Ο Βασιλιάς των Τεράτων».
Η ταινία του Μάικλ Ντάκερτι, ο οποίος είναι γνωστός από τις, cult πλέον ταινίες τρόμου «Trick ‘r Treat» και «Krampus», συνεχίζει να χτίζει πάνω στην μυθολογία που πάτησαν και το σύμπαν που δημιούργησαν οι δυο προηγούμενες ταινίες. Εναν κόσμο όπου τα μυθικά αυτά τέρατα, από τον Γκοτζίλα μέχρι τη Μόθρα (ένα γιγαντιαίο σκόρο) και τον Γκιντόρα (τον τρικέφαλο δράκο που πετάει κεραυνούς από το στόμα του), είναι και οι κύριοι πρωταγωνιστές του. Ο Ντάκερτι από την αρχή έχει μεγαλεπήβολα σχέδια για την ταινία του, στήνοντας κάθε του σκηνή γύρω από αυτά τα τέρατα, θέλοντας να τιμήσει τις ρίζες των kaiju ταινιών του παρελθόντος, γεμίζοντας τα κάδρα του με μεγαλοπρεπή πλάνα τα οποία εντυπωσιάζουν και κόβουν την ανάσα.
Ο στόχος του εξάλλου είναι προφανής: να σβήσει από το χάρτη την ταινία του Εντουαρτς, δίνοντας στο αδηφάγο κοινό όσο δυνατόν περισσότερη δράση και ακόμη περισσότερα τέρατα. Αλλά το τρικ εντυπωσιασμού κρατά λίγο και καθώς τα εφέ αρχίζουν να γεμίζουν την οθόνη και η κακοφωνία της δράσης γίνεται ολοένα και πιο εκκωφαντική (και από την κραυγή του Γκοτζίλα), η ταινία - που διατηρεί μέχρι τέλοςυ τις b-movie καταβολές της - χάνεται κάτω από τους τόνους επαναλαμβανόμενου και, ενίοτε, βαρετού θεάματος.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το (ανύπαρκτο) σενάριο, το οποίο ο Ντάκερτι συνυπογράφει με τον Ζακ Σιλντς και που στην καλύτερη περίπτωση μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα κακογράμμενο επεισόδιο από τις «Οικογενειακές Ιστορίες». Το δράμα των χαρακτήρων δείχνει τόσο παγερά αδιάφορο με μοναδικό σκοπό να είναι το μεταβατικό και ανιαρό στάδιο για την επόμενη σκηνή δράσης, με τους ίδιους, στην καλύτερη, να αποτελούν απλά διακοσμητικά στοιχεία. Ολοι τους, από τη Μίλι Μπόμπι Μπράουν (την Eleven του «Stranger Things») και τη Βέρα Φαρμίγκα μέχρι τον Κάιλ Τσάντλερ και την Ζανγκ Ζιγί, μοιάζει αδύνατον να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους ανάμεσα στα... τέρατα.
Το μόνο όμως σίγουρο είναι πως ο νέος Γκοτζίλα όχι μόνο καταφέρνει γεμίσει με την μορφή του τις οθόνες του σινεμά αλλά και τις σκοτεινές αίθουσες με φανατικούς οπαδούς του, αυξάνοντας απλά στο διπλάσιο το θέαμα και την ένταση και θυσιάζοντας την ιστορία και την καλοστημένη δράση. Δεν ξέρουμε για τους Γκοτζίλα του μέλλοντος, αλλά συγκεκριμένη ταινία δεν είναι ο βασιλιάς των monster movies που περιμέναμε.