Ο ορισμός του καπιταλισμού είναι η προσφορά στον αδύναμο. Οχι; Κάτι τέτοιο μοιάζει να πιστεύει και, μαζί, να υπονομεύει η ηρωίδα της νέας ταινίας του Μπρουνό Ντιμόν, του δημιουργού που ήδη από το '90, από τη «Ζωή του Ιησού» και την «Ανθρωπότητα», ως την πρόσφατη, εκκεντρική Ιωάννα της Λωραίνης του, μελέτησε τους αντιήρωες του περιθωρίου με πυκνά μαύρο χιούμορ κι έναν ανηλεή κυνισμό.
Τώρα, μ' ένα φιλμ που, όπως και τα περισσότερά του, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών, αλλάζει milieu, στοχεύει σε... ολόκληρη τη Γαλλία, τους ανθρώπους της εξουσίας (πολιτικούς και δημοσιογράφους ως ταυτόσημους), αλλά, παρασυρόμενος από το ίδιο του το μεράκι, παραμένει στην επιφάνεια που κριτικάρει.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Φρανς ντε Μερ, η διασημότερη τηλεοπτική δημοσιογράφος στη Γαλλία (ναι, το όνομά της είναι εξόφθαλμα συμβολικό). Είναι μια άλλη... Ελλη Στάη (η εκπομπή της είναι, λες, κοπιαρισμένη από το Βλέμμα της Ελλης), ο Εμανουέλ Μακρόν (που πράγματι παίζει ένα μικρό ρόλο, ως ο εαυτός του), την ξεχωρίζει πάντα στις συνεντεύξεις Τύπου. Η Φρανς, αδιαφορώντας σταθερά για τον συγγραφέα σύζυγο και το μικρό γιο της, μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα σε talk shows, όπου εμφανίζεται πανέμορφη, με το κόκκινο κραγιόν και τις γόβες της και σε αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες, όπου κάνει, μεν, ατρόμητο ρεπορτάζ, αλλά και «σκηνοθετεί» τους μαχόμενους σαν κομπάρσους, για να πιάσει το πιο εκβιαστικά συγκινητικό κλικ.
Είναι η βασίλισσα των 24ωρων ειδήσεων, των βιαστικών, εκείνων που στοχεύουν στο θόρυβο στα social media και δεν προλαβαίνουν να ελέγξουν την αξιοπιστία τους. Ωσπου, για πρώτη φορά, θα γίνει η ίδια στόχος των ειδήσεων και των social media, όταν βρεθεί υπαίτια για το τρακάρισμα και τον τραυματισμό ενός μετανάστη. Ο νεαρός είναι ψιλοκαλά, η οικογένειά του έτσι κι αλλιώς θαμπώνεται από τη διάσημη γυναίκα που τον χτύπησε, όμως από εκείνη τη στιγμή, η Φρανς θα αρχίσει να μετατρέπεται από σιδερένια κυρία των media σε ευάλωττο, εύθραυστο, ενδοσκοπικό κορίτσι, από θύτης σε θύμα.
Ο αγώνας για την επικαιρότητα, για τα likes, για μια αλαζονική παρατήρηση του ανθρώπινου δράματος βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, συμπυκνωμένος στην παρακολούθηση των σύγχρονων media και των ανθρώπων που τα διαμορφώνουν. Απολαυστικά καυστικό στην καρδιά του, το φιλμ επιμηκύνει τη δράση και τα μηνύματά του σε βαθμό εξαντλητικών παρακάμψεων, επιμένει στις θέσεις του με τρόπο εξίσου χειριστικό και διδακτικό με της ηρωίδας του (η σεκάνς ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος που δεν τελειώνει ποτέ ώσπου να δούμε την πλήρη εξαΰλωση αυτοκινήτου κι επιβατών θα έκανε τον Φώσκολο να κοκκινίσει), υπερτονίζει, τελικά, τις προθέσεις του με αυταρέσκεια και φλυαρία.
Αλώβητη από αυτή την αμετροέπεια βγαίνει η Λεά Σεντού, πιθανόν στον πιο απαιτητικό ρόλο της ως τώρα καριέρα της και υποψήφια για Σεζάρ, μ' ένα πρόσωπο εύπλαστο, ευμετάβλητο, γεμάτο αντικρουόμενα συναισθήματα και αντανακλαστικά, που η λατρευτική κάμερα ακολουθεί σε κάθε πλάνο και που, από μόνο του, αποκτά μια διάσταση εθιστική, όταν η ταινία μακρυγορεί διδακτικά.
[Μαζί με το «France» προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ, το μικρού μήκους «Ι.Ω.» του Αλέξη Αλεξίου. Διαβάστε περισσότερες πληροφορίες εδώ.]