Κάποτε, το «Βλέπω τον Θάνατό σου» ήταν το franchise εκείνο που σε έκανε να φοβάσαι να περάσεις κάτω από γερανούς, να οδηγήσεις πίσω από νταλίκες ή να μπεις σε σολάριουμ. Δύο δεκαετίες και πέντε ταινίες μετά, ο Θάνατος επιστρέφει με το «Βλέπω το Θάνατό σου 6: Δεσμοί Αίματος» – όχι ακριβώς reboot, ούτε σκέτο sequel, αλλά το γνωστό «requel» που το Χόλιγουντ λατρεύει: αυτό το σινε-μείγμα που υπόσχεται καινούρια αρχή χωρίς να πετάει τα παλιά. Είναι λίγο σαν να προσπαθείς να βάψεις το σπίτι σου χωρίς να μετακινήσεις τα έπιπλα.
Το «Βλέπω το Θάνατό σου 6: Δεσμοί Αίματος» προσπαθεί να φέρει το franchise στον 21ο αιώνα, χωρίς να ξεχάσει γιατί το αγαπήσαμε εξαρχής: για εκείνη την απόλαυση του να βλέπεις τον κόσμο σαν ένα τεράστιο φονικό escape room. Και παρόλο που δεν επανεφευρίσκει τον τροχό, το νέο αυτό κεφάλαιο προσθέτει μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο σύμπαν της «Μοίρας» με γνώριμους ρυθμούς, σήμα κατατεθέν σκηνές αγωνίας και τον οικείο σαρκασμό που μας κάνει να γελάμε ενώ περιμένουμε το αναπόφευκτο. Και ναι, παρότι ο Θάνατος έχει δει λίγο παραπάνω TikTok από τότε που τον αφήσαμε, παραμένει θανάσιμα ευρηματικός.
Βασανισμένη από έναν βίαιο εφιάλτη που όλο επανέρχεται, η φοιτήτρια Στέφανι αναζητά το μοναδικό άτομο που μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο και να σώσει την οικογένειά της από την αναπόδραστη, φρικτή μοίρα.
Το βασικό χαρτί του franchise ήταν πάντα η απόλαυση του κοινού μέσα από τη σταδιακή αποκάλυψη του επόμενου μοιραίου λάθους. Στους «Δεσμούς Αίματος», αυτό συνεχίζεται με μελετημένο ρυθμό, σχεδόν σαν χορογραφία. Η ταινία καταφέρνει να μας βάλει ξανά στο γνώριμο παιχνίδι του «κοίτα πόσα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά ταυτόχρονα», με εφευρετικότητα, λεπτομέρεια και ένα είδος χιουμοριστικής σαδιστικής απόλαυσης. Η αγωνία δεν βασίζεται στον τρόμο καθαυτό, αλλά στη γνώση ότι κάτι πρόκειται να συμβεί και δεν έχει σημασία αν είναι το πιο απλό αντικείμενο στο δωμάτιο ή το πιο εξελιγμένο τεχνολογικό εργαλείο. Ολα είναι πιθανά όργανα θανάτου. Εκεί βρίσκεται και η δύναμη της ταινίας: στη σκηνοθετική δεξιοτεχνία να παγιδεύει τον θεατή στο «τι» και στο «πώς», παρά στο «ποιος». Η ταινία σέβεται τη νοημοσύνη του κοινού, αποφεύγοντας την εύκολη υπερβολή ή το φτηνό jump scare. Αντί γι’ αυτό, επενδύει σε σταδιακά χτισμένες καταστάσεις, με έμφαση στη λεπτομέρεια, τη χρονικότητα και τον χώρο – κάνοντας ακόμα και το πιο αθώο αντικείμενο απειλητικό.
Η εισαγωγική σεκάνς (που παραμένει, παραδοσιακά, το highlight κάθε ταινίας της σειράς) στήνεται με ακρίβεια και σασπένς, αποδεικνύοντας πως το franchise δεν έχει ξεχάσει πώς να σε κάνει να ιδρώνεις πριν γίνει το κακό. Μέσα σε λίγα λεπτά, μπαίνουμε σε έναν γνώριμο κόσμο καθημερινότητας που φλερτάρει με την καταστροφή. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, όλα είναι επικίνδυνα, και κάθε αντικείμενο λειτουργεί σαν κομμάτι ενός σαδιστικού παζλ που θα κουμπώσει με μαθηματική ακρίβεια. Χωρίς να προδώσουμε λεπτομέρειες, αρκεί να πούμε ότι η σκηνή είναι καλοσχεδιασμένη, μεθοδική και απολαυστικά ειρωνική, ένα ιδανικό καλοσώρισμα πίσω στο σύμπαν της σειράς. Η σεκάνς καταφέρνει και κάτι ακόμη: δίνει αμέσως το στίγμα ότι αυτή η νέα προσθήκη δεν είναι μόνο «μια από τα ίδια», αλλά κάτι με πιο σκοτεινή υφή και πιο στοχευμένη δομή.
Το μαύρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το franchise δεν απουσιάζει, αντιθέτως, ενσωματώνεται οργανικά στην αφήγηση. Το χιούμορ δεν φωνάζει, δεν γίνεται παρωδία, αλλά ρέει ήσυχα, με στιγμές καθημερινής ανοησίας που αποκτούν τραγική βαρύτητα. Μπορείς να καταλάβεις ότι οι δημιουργοί σέβονται το είδος, χωρίς να το αγιοποιούν. Δεν γελούν με το θάνατο, γελούν με το πόσο αναπάντεχος και γελοίος μπορεί να γίνει ο τρόπος με τον οποίο μας βρίσκει. Οι Ζακ Λίποβσκι και Ανταμ Στάιν, γνωστοί από την ανεξάρτητη σκηνή, προσεγγίζουν την ταινία με τεχνική καθαρότητα. Δεν προσπαθούν να κάνουν επίδειξη ύφους και αυτό λειτουργεί. Οι κάμερες παραμένουν σταθερές εκεί όπου χρειάζεται, οι κινήσεις είναι σχεδόν γεωμετρικές, και ο ρυθμός δεν ξεφεύγει ούτε στις πιο έντονες στιγμές. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο πώς κατασκευάζεται ο χώρος πριν από κάθε μοιραίο γεγονός. Η σκηνοθεσία δεν αποκαλύπτει τα χαρτιά της νωρίς καθώς αφήνει τα βλέμματα του κοινού να περιπλανηθούν, να στήσουν θεωρίες, να αγχωθούν. Αυτή η ήσυχη διαχείριση της έντασης είναι και το πιο δυνατό σημείο της ταινίας.
Η μεγαλύτερη φιλοδοξία της ταινίας είναι το σενάριο – το οποίο επιχειρεί να συνδέσει την ταινία με ένα παρελθόν, προσφέροντας περισσότερο βάθος στη μυθολογία της Μοίρας και του Θανάτου. Η ιδέα της «κληρονομικότητας» του θανάτου, είτε βιολογικά είτε μεταφυσικά, δίνει μια ενδιαφέρουσα καινούρια αφετηρία. Ωστόσο, το σενάριο δεν έχει πάντα τη δύναμη να αναπτύξει αυτή τη θεματική με συνέπεια. Οι χαρακτήρες είναι λειτουργικοί και όχι πολυδιάστατοι και είναι φανερό ότι ο στόχος της ταινίας δεν είναι να μας φέρει κοντά στους ήρωες, αλλά να μας καθοδηγήσει μέσα από αυτούς στην επόμενη θανατηφόρα παγίδα.
Το «Βλέπω το Θάνατό σου 6: Δεσμοί Αίματος», η τελευταία ταινία του θρυλικού Τόνι Τοντ (η οποία του χαρίζει και έναν γλυκό αποχαιρετισμό) δεν επανεφευρίσκει το franchise, αλλά του δίνει μια γερή τονωτική ένεση: σκηνοθετικά στιβαρό, σεναριακά φιλόδοξο (αν και άνισο) και με μια σαδιστικά απολαυστική εφευρετικότητα στους θανάτους που μας θύμισε γιατί αυτό το concept δεν παλιώνει ποτέ. Ναι, δεν έχει το cult impact των πρώτων, ούτε την camp υπερβολή των μεσαίων, αλλά είναι μια γεμάτη επιστροφή που φλερτάρει με τα καλύτερα της σειράς — και την ίδια στιγμή κάνει και λίγο reboot, λίγο sequel, λίγο requel… με (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τα μυαλά στα κάγκελα.