Ενώ ζουν μια φτωχική αλλά ειρηνική ζωή στην κτηνοτροφική περιοχή της Σενεγάλης, ο Μπακαρί και ο γιος του, Τιερνό, καλούνται να πολεμήσουν στα σώματα των Γάλλων εποίκων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: ο Τιερνό στρατολογείται χωρίς τη θέλησή του, ο Μπακαρί εθελοντικά για να τον προστατέψει. Στα χαρακώματα, ο πατέρας κάνει ό,τι μπορεί για να τοποθετήσει το γιο του μακριά από την πρώτη γραμμή, εκείνος όμως κερδίζει την προτίμηση Λοχαγού του, του Σαμπρό, ενός άλλου... γιου που θέλει να εντυπωσιάσει τον αυστηρό στρατηγό πατέρα του, διεκδικώντας ριψοκίνδυνα την κατοχή ενός κοντινού λόφου.
Στην όχι αρκετά μεγάλη κινηματογραφική ιστορία της γενναίας συμμετοχής των Αφρικανών στους «παγκόσμιους» πολέμους που διόλου αφορούσαν την Αφρική αλλά μόνο τους αποικιοκράτες που αναζητούσαν μαχόμενα κορμιά, προστίθεται η νεά ταινία του Ματιέ Βαντεπιέ, γνωστότερου στη Γαλλία ως σκηνοθέτη της τηλεοπτικής επιτυχίας «En thérapie». Επιλέγοντας έναν ψύχραιμο, ακαδημαϊκό σκηνοθετικό τόνο, ο Βαντεπιέ χτίζει με αληθοφάνεια τον εμπόλεμο τρόμο, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα μεγάλα ηθικά διλήμματα του «μικρού» ανθρώπου, τον οποίο οι περιστάσεις φέρνουν μπροστά σε επιλογές ζωής και θανάτου.
Αυτή την ήρεμη, κατά στιγμές καθηλωτική ατμόσφαιρα, γεμίζει σε κάθε πλάνο της ταινίας το πάντα σημαντικό εκτόπισμα του Ομάρ Σι (ο Βαντεπιέ γνώρισε τον πρωταγωνιστή του όταν ήταν σκηνογράφος στους «Αθικτους»), που αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί σε κάθε ταινία ή σειρά, από θρίλερ και δράματα μέχρι κομεντί και δραμεντί. Παραδόξως κι εξαιτίας ενός μάλλον πεζού σεναρίου, η ταινία μοιάζει ν' ανήκει σ' αυτή, την τελευταία κατηγορία, κυλώντας αφηγηματικά όχι σαν ένα δυνατό (αντι)πολεμικό ή υπαρξιακό δράμα, αλλά περισσότερο σαν μια προβλέψιμη δραμεντί, η οποία, μάλιστα, προσπαθώντας ν' αποφύγει και το μελό και τον διδακτισμό, καταλήγει να μην προκαλεί κανένα συναίσθημα στο θεατή, παρά το αιχμηρό θέμα και τις προσεγμένες ερμηνείες της.