Σε μία μικρή γερμανική πόλη του 19ου αιώνα, ο Δρ. Φάουστ είναι ένας φιλόδοξος, οραματιστής επιστήμονας, ταλαιπωρημένος από την πείνα και τις κακουχίες των καιρών, καταπιεσμένος από την Εκκλησία που κλείνει το δρόμο προς το διαφωτισμό. Δεν μπορεί να βρει την Αλήθεια ούτε ψάχνοντας στα μακάβρια πειράματά του, ούτε μέσω της φροϋδικής σχέσης με τον επίσης γιατρό πατέρα του: εκείνος ισιώνει κόκκαλα, ο Φάουστ ψάχνει εναγωνίως για τη Ψυχή. Καταφεύγει λοιπόν στον «Διάβολο», που δεν είναι άλλος από τον τοπικό ενεχυροδανειστή, πρόθυμος να ανταλλάξει κάτι πολύτιμο δικό του, για να ικανοποιήσει τη διττή του φύση: να ταΐσει την θνητή σάρκα, αλλά και το ανήσυχό του πνεύμα. Σε μια συμφωνία που υπογράφεται με αίμα, ο Διάβολος παίρνει τον Φάουστ σε μια βόλτα στην επίγεια Κόλαση ή στον μόνο Παράδεισο που διαθέτουμε – όπως επιλέξει να το δει κανείς...
Με μία ελεύθερη ανάγνωση του Γκαίτε, στην οποία ο ίδιος ο Σοκούροφ ομολογεί ότι δεν μεταφέρει το έργο αλλά «διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές», ο σπουδαίος Ρώσος σκηνοθέτης ολοκληρώνει την τετραλογία του πάνω στην εξουσία. Κι αν στο «Moloch» («Μολόχ», 1999) τα έβαλε με τον Χίτλερ, στο «Taurus» («Ταύρος», 2000) με τον Λένιν και στο «The Sun» («Ο Ηλιος», 2004) με τον Ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο, ήρθε τώρα η σειρά του ματαιόδοξου Δόκτωρα Ιωάννη Φάουστ ή και του ίδιου του... Μεφιστοφελή; Ποιος έχει την πραγματική δύναμη και γιατί ακριβώς την παραδίδει;
Ο τόνος που επιλέγει ο Σοκούροφ να αφηγηθεί την ιστορία του Φάουστ είναι και ο καταλυτικός πρωταγωνιστής: η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στην οπερετική υπερβολή και το σλάπστικ χιούμορ, με ήρωες που φλυαρούν πυκνές φιλοσοφημένες ατάκες με θεατρικότητα στην έκφανση του λόγου αλλά με μία κόντρα, μπουφόνικη σχεδόν σωματική ενέργεια. Η ατμόσφαιρα αποπνέει κάτι από την πνιγερή στιβαρότητα της ζωγραφικής του Ρέμπραντ, τις εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις του Φ. Γ. Μουρνό, ακόμα και τον σύγχρονο σουρεαλισμό του Τέρι Γκίλιαμ, δημιουργώντας ένα γκροτέσκο, ζεστό χάος. Δεν αφηγείται μία ιστορία ο Σοκούροφ, κι ο θεατής μπορεί να νιώσει χαμένος: απλά επιχειρεί ένα βαθύ συμβολικό και κυριολεκτικό κοντινό στην σάρκα. Από το αρχικό πλάνο στο κουφάρι που ο Φάουστ ξεκοιλιάζει ψάχνοντας που ακριβώς στα ανθρώπινα σπλάχνα να κρύβεται η Ψυχή, μέχρι την κάθε λεπτομέρεια στα καμπουριασμένα σώματα, το ημίτρελο βλέμμα ή τα βρώμικα δέρματα των κατοίκων της μικρή πόλης, ο Σοκούροφ δεν μας τρομάζει με το όραμα της Κόλασης, όσο με την μπόχα, τον πόνο, την αρρώστια της ίδιας της ζωής.
Η εξαιρετική σκηνογραφία της Γελένα Ζουκόβα δεν αναπαριστά απλά μια εποχή, αλλά της προσδίδει πυκνά στρώματα μη-γυαλιστερής ενοχλητικής, «μουχλιασμένης» πραγματικότητας. Η υποβλητική φωτογραφία του Μπρινό Ντελμπονέλ («Αμελί», «Χάρι Πότερ»), είτε λούζει με λάγνο φως πλάθοντας μία ονειρική φαντασίωση (η αυτόματα κλασική σκηνή με τις πλύστρες καταγράφεται στην ιστορία του κινηματογραφικού αισθησιασμού), είτε με τους παραμορφωτικούς φακούς, τα φίλτρα και τα στραβά κάδρα, μάς εγκλωβίζει στους λαβυρινθώδεις χώρους, στερεί το οξυγόνο, μας καταπλακώνει. Ολα συντελούν στο να υπογραμμίζουν την καρμική μοίρα του ανθρώπου να κινείται ανάμεσα στην τρωτή, θνητή του ατέλεια, και την υπόσχεση μεγαλείου που προσφέρουν το όραμα, οι ιδέες, ο έρωτας, η πρόοδος.
Οχι ο Σοκούροφ δεν αφηγείται στο θεατή το έργο του Γκαίτε. Επιλέγει να τον περιπλανήσει σ' ένα σκηνικό που θα αποτελέσει την αφορμή για να περιηγηθεί μέσα του, επίμονα και ίσως και ενοχλητικά. Με συνοδοιπόρο έναν Διάβολο, αν όχι ακριβώς αθώο, ούτε όμως και ξεκάθρα επικίνδυνο – μάλλον ταλαίπωρο στην παραμορφωμένη τερατώδη του ύπαρξη. Κάτι που κάνει τις επιλογές του γεμάτου πάθη και εμμονές Ανθρώπου καθαρά δικές του, σ' ένα παιχνίδι όπου η δύναμη και η εξουσία παραδίδεται οικειοθελώς, με αντάλλαγμα την αιώνια ερώτηση που δε θα βρει ποτέ απάντηση.