Τον Μάιο του 1996 δύο ομάδες ορειβατών ενώνουν τις δυνάμεις τους και επιχειρούν να ανέβουν στο Eβερεστ, γνωρίζοντας τους κινδύνους αλλά και την ηδονή της κατάκτησης της πιο ψηλής κορυφής στον κόσμο. Ακολουθώντας όλους τους κανόνες προετοιμασίας και ασφάλειας, ξεκινούν την αναρρίχηση χωρίς να υπολογίζουν πως μια χιονοθύελλα θα σταθεί μοιραία στη διαδρομή τους προς το όνειρο.

Το πραγματικό πρόβλημα με το «Everest» είναι η αφετηρία του. Το γεγονός πως αφηγείται μια αληθινή ιστορία, συνταρακτική στη βάση της, χωρίς να ενδιαφέρεται πώς αυτή θα αποκτήσει την κινηματογραφική της σημασία ώστε να αφορά το θεατή με τον τρόπο που θα έπρεπε: μεταφέροντάς τον χωρίς τη θέλησή του σε μια αγωνιώδη ανάβαση και (κυρίως) κατάβαση από την ψηλότερη κορυφή του κόσμου σαν να βρίσκεται εκεί.

Τη «βρώμικη» αυτή δουλειά αναλαμβάνουν τα κάτι περισσότερο από εντυπωσιακά ειδικά εφέ και οι όσο το δυνατόν πραγματικές τοποθεσίες που χρησιμοποιήθηκαν για το τρισδιάστατο γύρισμα (από τις Ιταλικές Αλπεις, την Ισλανδία και το ίδιο το Νεπάλ), πριν ηθοποιοί και συνεργείο μπουν στην Cinecittà και τα Pinewood Studios για να αφεθούν στην άνεση του green screen. Είναι στιγμές που το ύψος σου κόβει την ανάσα και η αληθοφάνεια των χαμηλών θερμοκρασιών σου παγώνει το αίμα, ειδικά αν θεωρείς όλους τους ήρωες της ταινίας μια ομάδα «τρελών» και «πορωμένων» που βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο απλώς και μόνο για την ηδονή της κατάκτησης.

Ο,τι απομένει κάτω από το παχύ χιόνι, τα περίτεχνα γυρίσματα της κάμερας και τα εκθαμβωτικής ομορφιάς και απειλής τοπία των Ιμαλαΐων, είναι δυστυχώς πολύ λίγο για να κάνει το «Everest» την εμπειρία που υπόσχεται η υπόθεσή του ή στην τελική ένα αγωνιώδες adventure movie με το οποίο θα ταυτιστείς, γιατί για τον καθένα από τους ήρωες του αυτή η περιπέτεια είναι πρωτίστως ένας τρόπος να «κατακτήσουν» το νόημα της ζωής.

Με ένα σενάριο που κινείται πιο δύσκαμπτα και από την τελική ανάβαση στο Εβερεστ χωρίς οξυγόνο, ο Ισλανδός Μπαλταζάρ Κορμακούρ του «101 Ρέικιαβικ» και «The Deep» (στην πρώτη του mega budget χολιγουντιανή απόπειρα) προσπαθεί στο πρώτο μέρος να στοιχειοθετήσει τους ήρωές του και να αφηγηθεί (σε όσο χρόνο του επιτρέπει η κάθε τόσο ανάγκη για κάτι θεαματικό) την ιστορία του καθενός, έτσι ώστε στο δεύτερο μέρος να μπορέσει να αφεθεί στη δράση χωρίς εμπόδια. Η επιλογή του να είναι πιο σχηματικός και από τον διαφημιστικό κατάλογο μιας οργανωμένης αποστολής στο Εβερεστ, αφαιρεί από νωρίς το ενδιαφέρον για τους κεντρικούς πρωταγωνιστές οι οποίοι μοιάζουν περισσότερο με άπειρους τουρίστες που δοκιμάζουν το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.

Δεν είναι δυνατόν, εν έτει 2015 και με τέτοιο καστ, να είναι τα χολιγουντιανά κλισέ που έρχονται να καλύψουν το σεναριακό κενό (ο αδιάφορος σύζυγος που δεν δίνει λογαριασμό για την οικογένειά του, ο μοναχικός δάσκαλος που θέλει να εμπνεύσει τα παιδιά της τάξης του, η Γιαπωνέζα που βγάζει συνεχώς φωτογραφίες...), για να μην μιλήσει κανείς για τις σκηνές των συζύγων (δεν ξέρεις ποια είναι χειρότερη: η μονίμως κλαίουσα Κίρα Νάιτλι ή η και καλά αγνώριστη Ρόμπιν Ράιτ) που περιμένουν στο σπίτι τους άντρες τους έτοιμες να είναι αυτές που θα σώσουν την κατάσταση όταν όλα θα πάνε στραβά.

Ακόμη κι έτσι, και ενώ το πρώτο μέρος έχει εξαλείψει κάθε ελπίδα για κάτι συναρπαστικό, στο δεύτερο μέρος τη δράση αναλαμβάνει το βουνό όπου τα πράγματα είναι σαφώς πιο ενδιαφέροντα, αν και σε μια σκηνοθετική άποψη τόσο αποσπασματική που δεν καταφέρνει να χτίσει την εμπειρία του κινδύνου ή της αδρεναλίνης που τον αψηφά στο μοιραίο κυνήγι μιας χίμαιρας που φλερτάρει με το θάνατο.

Παρά τις προσδοκίες (όχι τις εξωκινηματογραφικές, αλλά αυτές που χτίζει η ίδια η ταινία στη διαδρομή της), το «Everest» δεν είναι ούτε μια ελεγεία για τη νίκη της ανθρώπινης μανίας πάνω στο θάνατο, ούτε ένα σχόλιο για το μέγεθος της φύσης απέναντι στην αποφασισμένη να αγγίξει το θείο ανθρώπινη κατάσταση. Δεν είναι ούτε η ιστορία μιας ομάδας που θα άξιζε την παντελώς αδιάφορη post-credit αναφορά με τις φωτογραφίες των πραγματικών μελών της αποστολής και σίγουρα ούτε η ιστορία που θα σε καθηλώσει στην καρέκλα σου για δύο ώρες επειδή σε νοιάζει τι θα απογίνουν αυτοί οι τύποι που ένα πρωί (με πρόβλεψη για χιονοθύελλα) είπαν να ανέβουν στο Εβερεστ.

Μελοδραματικά (αφού ετσι θέλει) ακούρδιστο, ψυχολογικά αδούλευτο, δραματουργικά κλισέ μέχρι... θανάτου και χωρίς κανένα δεύτερο επίπεδο εκτός από το πραγματικά εκθαμβωτικό του τοπίου του, το «Everest» προσφέρει θέαμα μεγατόνων και το αφαιρεί την ίδια ακριβώς στιγμή με όλους τους λάθος τρόπους που μπορεί κανείς να φανταστεί. Για να μην σχολιάσει κανείς το γεγονός πως ο Τζέικ Τζίλενχαλ παίζει σύνολο κάνα εικοσάλεπτο, έχοντας ευτυχώς τον Τζέισον Κλαρκ ως αντίβαρο – οξυγόνο στην υψομετρική ανία που κορυφώνεται λεπτό με το λεπτό, καθώς κάθε στάση προς την κορυφή επιβεβαιώνει τις χαμένες ευκαιρίες μιας ταινίας που θα μπορούσε να ήταν ήδη κλασική.

Διαβάστε ακόμη: