Μια κοπέλα αφήνει το Λονδίνο ακριβώς πάνω στο πρώτο lockdown λόγω της πανδημικής κρίσης το 2020 για να ζήσει στο χωριό της μητέρας της, ένα μέρος που δεν γνωρίζει, αλλά νιώθει πως είναι η μοναδική διέξοδος από το παγκόσμιο χάος, από την έλλειψη επαφής, από την επικείμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη. Εκεί θα αρχίσει να γνωρίζει τι σημαίνει ζωή στη φύση, να μαθαίνει την ιστορία των προγόνων της, την αξία των τοπικών προϊόντων, τον έρωτα και τις διαχρονικές αξίες της καλοσύνης, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, βιώνοντας έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που θα της αλλάξει τη ζωή.

Γυρισμένο, το μισό σαν φτηνό διαφημιστικό για τουριστική χρήση τοπικού καναλιού στην περιφέρεια περί των όμορφων δασικών εκτάσεων της Ελλάδας και το μισό σαν δραματοποιημένο σκετς σε μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στην «επιστροφή στο χωριό», το για χάρη ευκολίας αποκαλούμενο φιλμ του Κώστα Κολημένου μπορεί να ταιριάζει στην κοσμοθεωρία του δημιουργού του για ένα σινεμά (μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης - έχουν προηγηθεί το «Οργώνοντας το Χρόνο» του 2010 και το ο «Ο Δρόμος του Ορφέα» το 2013) που γυρίζεται αυτοσχέδια, γκερίλα, φιλοδοξώντας να προκρίνει το κοινωνικό του μήνυμα πάνω από οποιαδήποτε τέχνη ή τεχνική, αλλά είναι σαφές πως ο σκοπός δεν αγιάζει πάντα τα μέσα.

Τα 65 περίπου λεπτά της «Επιστροφής στην Κανονικότητα» είναι ένας θρίαμβος του κακού σινεμά, της ανύπαρκτης υποκριτικής, των λάθος πλάνων και του μη μοντάζ, του τίποτα που προσπαθεί να αποκτήσει μια υπόσταση ενώ δεν διαθέτει καμία βάση για να μπορέσει να στηριχθεί από κάπου. Αστείο έως και γελοίο, βαρετό, νηπιακής δραματουργίας και σημειολογίας, παίζει θεωρητικά με την έννοια του φολκλόρ, ψελλίζοντας κάτι σαν μια φιλοσοφία αναθεώρησης όσων θεωρούμε δεδομένα, αλλά το κάνει προφανώς παρωδώντας τα πάντα χωρίς να το θέλει, με βλέμμα που ακόμη χειρότερα από ηδονοβλεπτικό και τελικά προσβλητικό προς τους ήρωες του είναι πριν από όλα αυτά παντελώς αδιάφορο. Ούτε επιστροφή. Ούτε κανονικότητα. Ούτε σινεμά.