Ο Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ είναι ένας εύπορος Μεξικανός, μεγαλοαστικής καταγωγής, που εργάζεται ως αγγειοπλάστης. Στα χρόνια της Μεξικανικής Επανάστασης ήταν ακόμη παιδί, όπου έζησε σε πλούτη και με προνόμια, όμως είδε την γκουβερνάντα του να σκοτώνεται καθώς του έλεγε ένα παραμύθι για το μουσικό κουτί που μόλις του είχε δωρίσει η μητέρα του. Η συγκυρία αυτή, δηλαδή ο θάνατος της γκουβερνάντας και η ιστορία του μουσικού κουτιού, τον έκανε να πιστέψει ότι αυτός σκότωσε τη γυναίκα χρησιμοποιώντας το παιχνίδι. Από εκείνο το σημείο, ξεκινά και η επιθυμία του να σκοτώνει. Ως ενήλικας, ο Αρτσιμπάλντο αφηγείται την ιστορία αυτή σε μία μοναχή που τον φροντίζει. Την ίδια στιγμή απειλεί να την σκοτώσει με ένα ξυράφι. Η τρομοκρατημένη γυναίκα προσπαθώντας να ξεφύγει, βρίσκει απρόσμενο θάνατο. Στη διάρκεια των ερευνών για το τραγικό αυτό συμβάν, ο Αρτσιμπάλντο αποφασίζει να ομολογήσει στον ανακριτή ότι αυτός είναι ο δολοφόνος, κι ότι ακόμη είναι ένας serial killer, αφηγούμενος όλους τους… φόνους που έχει διαπράξει.

Οταν μια ταινία ξεκινάει – και στηρίζει ολόκληρη την πλοκή της – πάνω στο βλέμμα ενός πεντάχρονου αγοριού που παρατηρεί τις καλτσοδέτες στα πόδια της δολοφονημένης γκουβερνάντας του, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει μόνο με τον τρόπο του Λουίς Μπουνιουέλ.

Περισσότερο και από μια δραματική – τραγική - κωμωδία, η «Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ» είναι μια ξέφρενη και κατάμαυρη σάτιρα πάνω στην υψηλή κοινωνία, την καταπιεσμένη σεξουαλική επιθυμία και το ίδιο το σινεμά, καθώς ο Μπουνιουέλ παίζει με το flashback, τις αντανακλάσεις και τις αναφορές του στον Χίτσκοκ περικλείοντας μέσα σε μια εν είδει αστυνομική ίντριγκα όλα τα φετίχ του: από τα γυναικεία πόδια μέχρι τα όργανα του εγκλήματος, από τις πλαστικές κούκλες - μανεκέν μέχρι ένα αθέλητα φονικό μουσικό κουτί.

Η εξιστόρηση της ζωής του Αρτσιμπάλντο ντε Λα Κρουζ θα μπορούσε τελικά να είναι και μια μικρή ιστορία του κόσμου από την αρχή. Ενός κόσμου όπου τα παιδικά τραύματα ορίζουν για πάντα τη ζωή ενός ενήλικα, όπου το κυνήγι της αυτοεπιβεβαίωσης σαρώνει στο δρόμο του κάθε μέσο που δεν αγιάζει το σκοπό, όπου ο πραγματικός πόλεμος δεν είναι αυτός για τον οποίο πέφτουν κυβερνήσεις αλλά εκείνος που διεξάγεται καθημερινά στα χαρακώματα της ανθρώπινης επιθυμίας. Ενός κόσμου φτιαγμένου για το κακό που μπορεί ωστόσο να είναι απόλυτα αθώος.

Σύμβολο της μπουρζουαζίας και ταυτόχρονα θύμα μιας καταπιεσμένης λίμπιντο (μια αρσενική Σεβερίν από την «Ωραία της Ημέρας»), ο Αρτσιμπάλντο θα ήθελε να είναι ο θύτης που θα εξόντωνε τα τραύματά του με κάθε ένα από τα εγκλήματα που φαντασιώνεται ότι διαπράττει. Ο Μπουνιουέλ του στερεί τη χαρά, δείχνοντας στον θεατή πως η «εγκληματική» του ζωή αποτελείται μόνο από τυχαία γεγονότα και ακόμη πιο τυχαίες συναντήσεις. Το σεξουαλικό έγκλημα που θα ήθελε να έχει διαπράξει δεν θα τελεστεί ποτέ, αλλά ο ο Αρτσιμπάλντο κατά τον Μπουνιουέλ δεν είναι ένας παράφρων, αλλά μάλλον ο πιο λογικός ενός μωσαϊκού χαρακτήρων που ζουν μέσα στην υποκρισία, το ψέμα και την επίφαση μιας «κανονικής» ζωής.

Σε στιγμές μπουνιουελικά σαρδόνιο, πάντα απολαυστικό αλλά και με μια «ανεκδοτική» αύρα που δεν μπορεί να το ανεβάσει στις μεγάλες στιγμές του δημιουργού του, το φιλμ που είναι ο τέλειος πρόλογος των μεγάλων ταινιών που θα ακολουθούσαν («Το Ημερολόγιο Μιας Καμαριέρας», «Η Ωραία της Ημέρας», «Τριστάνα» κ.ά) παραμένει ωστόσο μια τραγική κωμωδία για την ανθρώπινη κατάσταση – επίκαιρη μέσα στις δεκαετίες ακόμη και ως μια «απόπειρα» (για να χρησιμοποιήσουμε και τον εύστοχο πρωτότυπο τίτλο) ενός τέλειου κινηματογραφικού εγκλήματος.