Ο Μάικλ Eντουαρντς ήταν ο πρώτος αθλητής που εκπροσώπησε τη Μεγάλη Βρετανία στο άλμα με σκι, στους Ολυμπιακούς του Κάλγκαρι το 1988. 55ος στην κατάταξη και εντελώς αυτοχρηματοδοτούμενος, ο Eντουαρντς είχε ως εμπόδιο το βάρος του, την έλλειψη εξοπλισμού και εκπαίδευσης, την κακή του όραση και την υψοφοβία του, με αποτέλεσμα να κάνει καταστροφικές προσπάθειες και να τερματίσει τελευταίος. Oμως η μόνιμη καλή του διάθεση, η αισιόδοξη προσέγγισή του και λίγη βοήθεια από έναν βετεράνο του αθλήματος κέρδισαν τους φαν του αθλήματος σε ολόκληρο τον κόσμο και ο Έντουαρντς, σύμβολο πια της επιμονής και του αλύγιστου ανθρωπίνου πνεύματος, έγινε διάσημος για αυτό που δεν θα περίμενε ποτέ κανείς: γι’ αυτό που πραγματικά ήταν.
Ο,τι περίπου περιγράφει η υπόθεση του είναι και αυτά που συμβαίνουν κατά γράμμα στο φιλμ του Ντέξτερ Φλέτσερ που στο μέλλον θα κάνει θραύση σε απογευματινές προβολές σαββατοκύριακου, εκεί όπου συνήθως βρίσκουν το πραγματικό κοινό τους ταινίες ανώδυνες, με τα σωστά συστατικά πάθους, (εκνευριστική) ισορροπία στο δράμα και την κωμωδία και την ασφάλεια μιας αληθινής ιστορίας που αξίζει να γνωρίσουν περισσότεροι από τους ειδικούς πάνω στα one wonder παιδιά των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ολα στο «Εντι ο Αετος» είναι τακτοποιημένα, καλογυαλισμένα όσο και ανέμπνευστα, γραμμένα τόσο «σωστά» που κανείς και τίποτα δεν αναπνέει κάτι πραγματικά αυθεντικό και παθιασμένο, όσο θα ταίριαζε στην ιστορία ενός παιδιού που πήγε κόντρα στα πάντα προκειμένου να αποδείξει πως ήταν κάτι περισσότερο από το γιο ενός μπογιατζή και κάτι περισσότερο από το «θέαμα» των προνομιούχων αθλητών που είχαν την δυνατότητα να βρίσκονται στις πίστες από την παιδική τους ηλικία.
Ενας πραγματικός... Δον Κιχώτης ή ακόμη και ένας ξεροκέφαλος επαναστάτης με αιτία, ο Μάικλ Εντουαρντς βρίσκει στον Τέιρον Ετζερτον (θυμηθείτε τον στο «Kingsman: Η Μυστική Υπηρεσία») ένα νέο ηθοποιό για να μην τον προδώσει, αλλά όχι και τον ερμηνευτή με τις δραματικές διακυμάνσεις που θα τον δικαίωναν ως κάτι περισσσότερο από απλά «διαφορετικό». Στο πλευρό του, ο Χιου Τζάκμαν στο ρόλο του αλκοολικού, πρώην ιδιοφυούς αθλητή και νυν αιρετικού προπονητή, περιφέρει το ωραίο σώμα του και μια σειρά από κοινοτοπίες που φυσικά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι καπνίζει συνεχώς (με την κάλυψη της ταινίας εποχής) σε ένα παρόν που μοιάζει τόσο σπάνιο να δεις αναμμένο τσιγάρο στην οθόνη.
Η κοινή τους διαδρομή είναι συναισθηματικά προβλέψιμη, δραματουργικά νηπιακού επιπέδου και τελικά κατώτερη της δυναμικής που υποσχόταν αρχικά μια ιστορία από αυτές που είναι πάντα ωραίο να μαθαίνεις, η συνάντηση ενός ταλαντούχου νέου ηθοποιού και του χαρισματικού Χιου Τζάκμαν (και έξτρα μπόνους ο Κρίστοφερ Γουόκεν) και ένας τίτλος που σε έψηνε για απογειώσεις, ενώ εδώ η όλη φάση εξαντλείται σε πτώσεις – ευτυχώς λιγότερο επώδυνες από αυτές που τρώνε οι αθλητές του άλματος στη διάρκεια της ταινίας.