Αφενός, υπάρχει η ανάλαφρα προβλεπόμενη όψη του «Ονειρα σε Ψηλοτάκουνες Γόβες», εκείνη που ακολουθεί πιστά τους κανόνες της ρομαντικής κομεντί, που φέρνει κοντά ανθρώπους που «θεωρητικά» δε θα ήταν ερωτικά συμβατοί, που ακολουθεί φιλίες να χτίζονται και να γκρεμίζονται για λόγους που έχουν συμβεί αναρίθμητες φορές στις ταινίες, που φέρνει αντιμέτωπες μια μάνα και μια κόρη που χρειάζεται εξαρχής να γνωρίσει αληθινά η μια την άλλη και που τολμά να παρουσιάσει ένα όνειρο χωρίς επαφή με την πραγματικότητα να λαμβάνει ακομπλεξάριστα σάρκα κι οστά.
Κι από την άλλη, υπάρχει η απρόσμενα ανατρεπτική όψη της ταινίας, εκείνη που επιτρέπει στην πρωταγωνίστρια να κάνει στην άκρη (για λίγο) το ωραίο αγόρι για να ακολουθήσει την δική της πορεία, που την προτρέπει να τα βρει με τον εαυτό της πριν ο κόσμος γύρω της συνειδητοποιήσει την αξία της, που προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τα κινηματογραφικά κλισέ και την ονειροπόλα τους διάθεση και που καταφέρνει τελικά να ανάγει μια όχι και τόσο πρωτότυπη ιστορία ενηλικίωσης σε μια ειλικρινή και πλούσια αφήγηση, τόσο αστεία όσο και συναισθηματικά.
Και φυσικά, ανάμεσα σε όλα και – κυρίως – πάνω από όλα, υπάρχουν τα τραγούδια της Ντόλι Πάρτον, τόσο τα διαχρονικά της anthems όσο έξι ολοκαίνουρια τραγούδια ειδικά γραμμένα για την ταινία, που λειτουργούν ταυτόχρονα ως μουσικό χαλί, Ευαγγέλιο και εγχειρίδιο χρήσης της ζωής. Γιατί η Ντόλι Πάρτον απλά έχει πει τα πάντα.
Η Γουίλοουντιν, για τους (ελάχιστους) φίλους «Γουίλ», είναι η plus size έφηβη κόρη μιας πρώην Βασίλισσας Ομορφιάς (η Τζένιφερ Ανιστον ισορροπεί ανάμεσα στις μανιέρες της «Ρέιτσελ» και ένα υπαινικτικό βλέμμα που θέλει αλλά δεν τολμά να βγάλει ζεστασιά), η οποία δηλώνει συμμετοχή στα τοπικά καλλιστεία όταν συνειδητοποιεί ότι αυτό ήταν το όνειρο που δεν τόλμησε ποτέ να πραγματοποιήσει η πολυαγαπημένη της (και δυστυχώς πλέον νεκρή) θεία της. Αυτό που θα ξεκινήσει ως προσωπική της επανάσταση όμως, θα μετατραπεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που δεν έχει κυρίως να κάνει με την σημασία της πραγματικής ομορφιάς και φιλίας αλλά με όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να δώσουν ώθηση, δύναμη, ορμή και αυτοπεποίθηση στην ενήλικη ζωή, είτε στον φιλικό, είτε στον ερωτικό τομέα.
Είναι μια διαδρομή που περιλαμβάνει πολλές λοξές ματιές, αρκετά ψέματα, μπόλικες παρεξηγήσεις και (φυσικά) άφθονο glitter, ακόμα και την απαραίτητη βοήθεια μερικών drag queens, οι οποίες λειτουργούν ως τη γέφυρα ανάμεσα στο «τι είσαι» και «τι πραγματικά μπορείς να είσαι». Η ματιά της Φλέτσερ είναι γεμάτη πάθος, κατανόηση και υποστήριξη, δεν υπάρχει τίποτα που θα έπρεπε να κάνει τον κάθε ήρωα της ταινίας να ντρέπεται γιατί κανείς δεν είναι ο κακός της ιστορίας. Το «Ονειρα σε Ψηλοτάκουνες Γόβες» άλλωστε δεν έχει κάποιον μεγάλο villain, ούτε καν την στρίγγλα διαγωνιζόμενη των καλλιστείων που θέλει να κάνει κόλαση τη ζωή της ανορθόδοξης υποψήφιας βασίλισσας της ομορφιάς.
Αυτό που η ταινία αντιπροτείνει είναι απλά μια προσωπική ιστορία αυτοανακάλυψης, μαζί φυσικά με όλα τα εσωτερικά εμπόδια που μπορεί κάτι τέτοιο να δημιουργεί. Βέβαια το φιλμ δεν καταφέρνει να αποφύγει όλα τα κλισέ («το μόνο που χρειάζεται ένα σώμα για μαγιό είναι ένα σώμα κι ένα μαγιό», «μια διαμαρτυρία πάνω σε τακούνια»), ούτε και να αναδείξει πολύπλευρα το queer στοιχείο (αν και ο Χάρολντ Περινό του «Lost» είναι αποκαλυπτικά διασκεδαστικός στο ρόλο μιας drag queen).
Ωστόσο, η αναγωγή των drag queens σε ρόλο καθοδηγητή είναι γνήσια συγκινητική, όπως και η προσπάθεια της ίδιας της Ντάνιελ Μακντόναλντ να μετατρέψει την Γουίλ της σε κάτι πολύ περισσότερο από το στερεότυπο του «παχουλού κοριτσιού» που κατά λάθος βρέθηκε στο επίκεντρο της ιστορίας. Η Γουίλ είναι όντως η πρωταγωνίστρια της ζωής της και η Φλέτσερ θα κάνει τα πάντα μέχρι η ηρωίδα της νιώσει και η ίδια ουσιαστικά περήφανη για τον εαυτό της.
Εξάλλου η Ντόλι Πάρτον το έχει πει στους στίχους του «Dumb Blonde»: «Αυτή η ξανθιά δεν είναι η ηλίθια κανενός». Ποιος πρόκειται να αμφισβητήσει την καλή νεράιδα αυτού του παραμυθιού;